Ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας, Γιόχαν Βάντεφουλ, δήλωσε ότι σκοπεύει να ενισχύσει τη διμερή συνεργασία με τη Βολιβία, καθώς η Γερμανία αναζητά εναλλακτικές πηγές πρώτων υλών και επιχειρεί να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα. Η ανακοίνωση αυτή έγινε ενόψει της επίσκεψης του κ. Βάντεφουλ στη Λα Πας, μετά την αλλαγή κυβέρνησης στη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Όπως επισήμανε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, «η Βολιβία είναι πλούσια σε πρώτες ύλες, ιδιαίτερα σε λίθιο, που είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ενεργειακή μετάβασή μας, την ηλεκτρική κινητικότητα και πολλούς άλλους τομείς στη Γερμανία».
Η Βολιβία διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα λιθίου παγκοσμίως, ένα μέταλλο που χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή μπαταριών για ηλεκτρικά οχήματα, κινητά τηλέφωνα, φορητούς υπολογιστές και συστήματα ανανεώσιμης ενέργειας.
Η ζήτηση για μπαταρίες ιόντων λιθίου αυξάνεται ραγδαία, με τη γερμανική κυβέρνηση υπό τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς να στοχεύει στη μείωση της εξάρτησης από τις κινεζικές εισαγωγές.
Ο κ. Βάντεφουλ πρόσθεσε ότι η Βολιβία διαθέτει και κοιτάσματα σπανίων γαιών, τα οποία θεωρούνται εξίσου κρίσιμης σημασίας για τη βιομηχανία και την τεχνολογία, επισημαίνοντας τις μεγάλες δυνατότητες για περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας των δύο χωρών.
Κατά την επίσκεψή του στην πόλη Σάντα Κρους, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών θα συναντηθεί με τον νέο πρόεδρο της Βολιβίας, Ροδρίγο Πας, τον υπουργό Εξωτερικών Φερνάντο Ούγο Περέιρα, καθώς και με εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου.
Ο πρόεδρος Πας, ο οποίος εξελέγη με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, ανέλαβε τα καθήκοντά του το περασμένο Σάββατο, τερματίζοντας δύο δεκαετίες αριστερής διακυβέρνησης στη Βολιβία, μετά τη νίκη του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του Οκτωβρίου.
Η νέα κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις, κυρίως τη βαθιά οικονομική κρίση που εκδηλώνεται με υψηλό πληθωρισμό και σοβαρές ελλείψεις σε δολάρια, καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα.
Παρά τα πλούσια υπόγεια αποθέματα, η Βολιβία, ένα περίκλειστο κράτος με πληθυσμό 11,3 εκατομμυρίων κατοίκων, παραμένει μία από τις φτωχότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής.