Βελτιωμένο πλαίσιο ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Ουκρανίας διαμορφώθηκε πρόσφατα, σύμφωνα με δηλώσεις του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Η εξέλιξη αυτή προέκυψε μετά από συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στη Φλόριντα, με το Κίεβο να επιδιώκει μεγαλύτερη συμμετοχή των Ευρωπαίων συμμάχων στη διαδικασία.
Η ουκρανική κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση για την υιοθέτηση μιας ειρηνευτικής πρωτοβουλίας με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η οποία στοχεύει στον τερματισμό του πολέμου με τη Ρωσία. Το Κίεβο προσπαθεί να διαχειριστεί τις πιέσεις που ασκούνται, καθώς η Ουάσινγκτον έχει προτείνει ένα σχέδιο που περιλαμβάνει αρκετές από τις βασικές απαιτήσεις της Μόσχας.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Ουκρανών αξιωματούχων ξεκίνησαν στη Γενεύη πριν από περίπου μία εβδομάδα και συνεχίστηκαν με νέες επαφές στη Φλόριντα. Όπως ανέφερε ο Ζελένσκι, «η εργασία βασίστηκε στο έγγραφο της Γενεύης, και αυτό το έγγραφο έχει βελτιωθεί».
Παράλληλα, ο Ουκρανός πρόεδρος τόνισε ότι οι διπλωμάτες της χώρας του συνεργάζονται στενά με όλους τους εταίρους, ώστε να διασφαλιστεί η ουσιαστική εμπλοκή ευρωπαϊκών χωρών και άλλων μελών του λεγόμενου Συνασπισμού των Προθύμων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Στο πλαίσιο των εξελίξεων, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αναμένεται να συναντηθεί με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ, Στιβ Γουίτκοφ, και τον Τζάρεντ Κούσνερ, οι οποίοι συμμετείχαν στις συνομιλίες στη Φλόριντα.
Ο Ζελένσκι δήλωσε ότι έχει δώσει εντολή στην ουκρανική διαπραγματευτική ομάδα να συνεχίσει την «πιο εποικοδομητική δυνατή εργασία». Υπογράμμισε δε πως η Ουκρανία αντιμετωπίζει με «μέγιστη σοβαρότητα» όλες τις διπλωματικές προσπάθειες, με στόχο την επίτευξη «πραγματικής ειρήνης και εγγυημένης ασφάλειας».
Επιπλέον, ο Ουκρανός πρόεδρος κατηγόρησε τη Ρωσία ότι επιχειρεί να αξιοποιήσει τις διαπραγματεύσεις για να «ελαφρύνει τις κυρώσεις» που έχουν επιβληθεί στη Μόσχα. Όπως σημείωσε, οι ουκρανικές υπηρεσίες πληροφοριών μοιράζονται με τους διεθνείς εταίρους τα δεδομένα σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις της Ρωσίας και τις προσπάθειές της να χρησιμοποιήσει τη διπλωματική διαδικασία ως μέσο άρσης των κυρώσεων και παρεμπόδισης σημαντικών ευρωπαϊκών αποφάσεων.