Μια άνιση μάχη εκτυλίσσεται ανάμεσα σε μια αυστηρά ρυθμιζόμενη ευρωπαϊκή αγορά και σε έναν ανταγωνισμό από τις τρίτες χώρες που λειτουργεί, σε πολλές περιπτώσεις, εκτός πλαισίου περιβαλλοντικών κανόνων και της απαιτούμενης κοινωνικής ευθύνης αναφέρουν από τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Πλαστικών Ελλάδος (ΣΒΠΕ).
Σε μια συγκυρία κατά την οποία η επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας προϋποθέτει την επιτάχυνση των ρυθμών ανάκτησης και επαναχρησιμοποίησης των πλαστικών. τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Ανακύκλωσης (Plastics Recyclers Europe – PRE) είναι απογοητευτικά.
Η συνολική δυναμικότητα ανακύκλωσης για πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας και πολυπροπυλένιο στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. και τρεις επιπλέον χώρες παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το 2023 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, στους 3,5 εκατομμύρια τόνους.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και για το ευρέως χρησιμοποιούμενο PET, που συναντάται σε πλήθος συσκευασιών τροφίμων, όπου το τελευταίο διάστημα καταγράφεται ακόμη και μείωση της εγκατεστημένης δυναμικότητας για την παραγωγή ανακυκλωμένου υλικού.
Η στασιμότητα αυτή αποδίδεται σε σύνθετους και αλληλένδετους παράγοντες: την περιορισμένη πρόοδο στη συλλογή, το υψηλό ενεργειακό κόστος, τη μειωμένη ζήτηση και την αθρόα εισαγωγή υλικών από τρίτες χώρες, μιας και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ανεπαρκείς ή δεν υπάρχουν καθόλου έλεγχοι.
Το πρόβλημα είναι πλέον συστημικό. Χωρίς ενιαίους και αποτελεσματικούς ελέγχους, οι εισαγωγές ανακυκλωμένων και παρθένων πολυμερών πραγματοποιούνται με όρους που διαταράσσουν τον ανταγωνισμό, υπονομεύουν την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού ανακυκλωμένου προϊόντος και εν τέλει αποθαρρύνουν τις επενδύσεις από τις επιχειρήσεις.
Την ίδια ώρα, η ανάγκη για βελτίωση της ανακύκλωσης πλαστικών είναι επιτακτική. Οι στόχοι του Κανονισμού για τις Συσκευασίες και τα Απόβλητα Συσκευασίας (PPWR) προβλέπουν σημαντική αύξηση της ανακυκλωμένης πρώτης ύλης έως το 2030. Χωρίς ριζική αλλαγή των σημερινών συνθηκών, αυτοί οι στόχοι κινδυνεύουν να παραμείνουν ευχολόγιο.
Η επίτευξή τους, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη θέσπιση ποσοτικών υποχρεώσεων, αλλά από τη δυνατότητα του ίδιου του συστήματος να λειτουργήσει αποτελεσματικά, από την παραγωγή έως την τελική επαναχρησιμοποίηση.
Όπως εξηγούν τα μέλη του ΣΒΠΕ, η ανακύκλωση των πλαστικών γίνεται πράξη μόνο όταν τα δευτερογενή υλικά αξιοποιούνται ως πρώτες ύλες στη βιομηχανία. Πέραν της διαλογής στην πηγή, της συλλογής, της μεταφοράς και της ανάκτησής τους σε διαφορετικές κατηγορίες, απαιτούνται επιπλέον στάδια επεξεργασίας, ώστε τα ανακυκλώσιμα πλαστικά να καταστούν κατάλληλα για επαναχρησιμοποίηση. Για να λειτουργήσει το σύστημα στην πράξη απαιτείται και θεσμικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο.
Τα τέσσερα μέτρα για να σταματατήσει η εισφοροδιαφυγή
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία διέπεται από την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», με εφαρμογή μέσω της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού (EPR). Στην Ελλάδα, η εφαρμογή υλοποιείται μέσω των Συλλογικών Συστημάτων Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΣΕΔ), υπό την εποπτεία του ΕΟΑΝ.
Ωστόσο, η εισφοροδιαφυγή εκτιμάται στο 50%. Πολλοί υπόχρεοι παραγωγοί δεν εγγράφονται στο Εθνικό Μητρώο Παραγωγών (ΕΜΠΑ) και δεν καταβάλλουν τις εισφορές που τους αναλογούν, στερώντας πολύτιμους πόρους από το σύστημα. Ταυτόχρονα, απαιτείται ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την εξασφάλιση ισότιμων όρων.
Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Πλαστικών Ελλάδος και οι εταίροι του, Plastics Europe και EuPC, καλούν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την Πολιτεία να προχωρήσουν άμεσα σε μια δέσμη στοχευμένων μέτρων, με προτεραιότητα στα εξής:
• Άμεση πάταξη της εισφοροδιαφυγής στα ΣΣΕΔ, με πλήρη εφαρμογή της υποχρεωτικής εγγραφής στο ΕΜΠΑ.
• Ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για την εποπτεία της αγοράς και την καταπολέμηση της αθέμιτης πρακτικής.
• Καθιέρωση αυστηρών ελέγχων με πιστοποίηση της ποιότητας και της προέλευσης κάθε εισαγόμενου υλικού.
• Αναβάθμιση των υποδομών διαλογής, ώστε μεγαλύτερο ποσοστό των αποβλήτων να καταλήγει πράγματι σε ανακύκλωση
Η γεωπολιτική αστάθεια απειλεί την πράσινη μετάβαση
Αυτή την περίοδο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία πλαστικών εισέρχεται σε μια περίοδο έντονης γεωοικονομικής ρευστότητας, καλούμενη να ανταποκριθεί σε τρεις προκλήσεις στρατηγικού χαρακτήρα:
Τη συρρίκνωση του ευρωπαϊκού αποτυπώματος στο παγκόσμιο εμπορικό ισοζύγιο, τη διαρκή υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας έναντι τρίτων χωρών και την κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αιχμή του δόρατος την επιβολή δασμών σε κρίσιμες πρώτες ύλες και βιομηχανικά προϊόντα.
Σε αυτό το ήδη σύνθετο περιβάλλον, οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή επιτείνουν τη ρευστότητα, διαταράσσοντας εφοδιαστικές αλυσίδες, αυξάνοντας το κόστος μεταφοράς και ενισχύοντας την αστάθεια στην πρόσβαση σε βασικά υλικά.
Από το 2012, η Κίνα κατέχει τον ρόλο του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου διεθνώς, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενισχύσει τη θέση τους σε επίπεδο παραγωγικότητας και τεχνολογικής καινοτομίας.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Plastics Europe, το μερίδιο της Ε.Ε. στην παγκόσμια παραγωγή πλαστικών βαίνει μειούμενο, ενώ για πρώτη φορά μετά το 2018 καταγράφεται πτώση όχι μόνο της παραγωγής πρωτογενών πολυμερών αλλά και των ανακυκλωμένων υλικών.
Πρόκειται για εξέλιξη που απειλεί να εκτροχιάσει την υλοποίηση του “Plastics Transition Roadmap”, του ευρωπαϊκού σχεδίου πράσινης μετάβασης του κλάδου.
Παρά την προσωρινή αναστολή εφαρμογής των δασμών που είχε εξαγγείλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αβεβαιότητα κυριαρχεί στον κλάδο των πλαστικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εξετάσει την επιβολή δασμών στις εισαγωγές πολυμερών από τις ΗΠΑ προκαλεί έντονο προβληματισμό στον κλάδο. Σύμφωνα με την EuPC, «οι δασμοί αυτοί συνιστούν άμεση απειλή για 50.000 μεταποιητικές επιχειρήσεις πλαστικών στην Ευρώπη και τα 1,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που στηρίζουν».
Οι επιπτώσεις, όπως προειδοποιεί, περιλαμβάνουν αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών, κύμα φθηνών εισαγόμενων τελικών προϊόντων, αναστολή επενδύσεων σε ανακύκλωση και υπονόμευση των ευρωπαϊκών στόχων για την κυκλική οικονομία.
Ανάλογες ανησυχίες εγείρονται και στην Ελλάδα. Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Πλαστικών Ελλάδος σε επιστολή του προς την πολιτική ηγεσία και τους Έλληνες ευρωβουλευτές, υπογραμμίζει ότι η επιβολή δασμών σε κρίσιμες πρώτες ύλες όπως το πολυαιθυλένιο θα πλήξει σοβαρά την εγχώρια παραγωγή, καθιστώντας τα ελληνικά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με εκείνα τρίτων χωρών. Όπως σημειώνεται, «τα τελικά προϊόντα από τρίτες χώρες θα είναι πλέον φθηνότερα, πλήττοντας τις ελληνικές εξαγωγές και τις θέσεις εργασίας».