Τους λόγους για τις μαζικές παραιτήσεις από το Διοικητικό Συβμούλιο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας εξηγεί με ανάρτησή του στο Facebook το μέλος του Δ.Σ. του Ιδύματος Βασίλης Κάλφας. Υπενθυμίζεται ότι στα μέσα Σεπτεμβρίου υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους στην διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας τα μέλη του ΔΣ του ΜΙΕΤ, Νικηφόρος Διαμαντούρος, Αλέξης Πολίτης, Αντώνης Ρεγκάκος, Δημήτρης Κυρτάτας και Τάσος Γιαννίτσης.
Είχε προηγηθεί τον περασμένο Μάιο η παραίτηση του Βασίλη Κάλφα. Στην ανάρτησή του στο Facebook διαψεύδει τις πληροφορίες περί διαφωνιών με τον διευθυντή του ιδρύματος, Διονύση Καψάλη, υπογραμμίζοντας ότι συνεργασία με τον κ. Καψάλη ήταν άψογη. «Αντιθέτως, στην δική μου τουλάχιστον αντίληψη, ήταν σαφέστατη η άγνοια, η αδιαφορία και η καχυποψία της διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας», σημειώνει.
Αναλυτικά στην ανάρτησή του ο κ. Κάλφας σημειώνει:
«Από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΜΙΕΤ παραιτήθηκα στις 11/5/2020 λέγοντας ότι "στα δύο περίπου χρόνια που υπήρξα μέλος του ΔΣ δεν προσέφερα απολύτως τίποτε, και οι σημερινές συνθήκες δείχνουν ότι ούτε και στο μέλλον μπορώ να προσφέρω κάτ"». Τον Σεπτέμβρη παραιτήθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη του κολοβού ΔΣ με εξίσου λιτό κείμενο παραίτησης.
Αν γράφω τώρα αυτό το σημείωμα, είναι γιατί είδα μια σειρά από δημοσιεύσεις, που τείνουν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι για την κακοδαιμονία του ΜΙΕΤ και για την δική μας παραίτηση ευθύνεται κυρίως ο επί 21 χρόνια διευθυντής του ιδρύματος Διονύσης Καψάλης. Ας δηλώσω λοιπόν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι, στα δύο χρόνια που έμεινα στο ΔΣ του Ιδρύματος, η συνεργασία με τον κ. Καψάλη ήταν άψογη. Αντιθέτως, στην δική μου τουλάχιστον αντίληψη, ήταν σαφέστατη η άγνοια, η αδιαφορία και η καχυποψία της διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας. Και για να πάω ένα βήμα παραπέρα, αν το ΜΙΕΤ στα δύσκολα τελευταία χρόνια εξακολουθεί να έχει μια αξιοπρεπή παρουσία στα πνευματικά πράγματα, πιστεύω ότι το οφείλει στις πρωτοβουλίες και στο κύρος του κ. Καψάλη.
Το ΜΙΕΤ δημιουργήθηκε σε μια εποχή που η Εθνική Τράπεζα ήταν ένας κολοσσός για τα ελληνικά δεδομένα – ταυτιζόταν στην ουσία με το ελληνικό κράτος. Η τράπεζα τότε είχε την δυνατότητα να ιδρύσει και να χρηματοδοτήσει ένα μορφωτικό και κοινωφελές Ίδρυμα, και την δημοκρατική ευαισθησία να κατοχυρώσει η ίδια την αυτονομία του. Προφανώς οι καιροί έχουν αλλάξει. Η Εθνική Τράπεζα πρέπει λοιπόν να επιλέξει αν χρειάζεται ακόμη ένα Ίδρυμα με την εμβέλεια του ΜΙΕΤ και μπορεί να το στηρίξει ή αν της είναι περιττό βάρος. Το να συνεχίσει πάντως να το αντιμετωπίζει ως (προβληματική) θυγατρική της εταιρία είναι ολέθριο.»