Τα... κομπιουτεράκια έχουν βγάλει οι τραπεζικές διοικήσεις, προσπαθώντας να υπολογίσουν το κόστος των παρεμβάσεων που εξετάζει η κυβέρνηση για τις προμήθειες και τη φορολογία στα ακίνητα που «λιμνάζουν» στους ισολογισμούς των τραπεζών. Το ζητούμενο είναι να διαπιστωθεί αν η εμβέλεια αυτών των παρεμβάσεων και η επίδρασή τους στην κερδοφορία θα ήταν τέτοια, ώστε να απαιτηθούν αλλαγές και στις προβλέψεις που ενσωματώνονται στα επιχειρησιακά σχέδια.
Προς το παρόν, η χρηματιστηριακή αγορά δεν δείχνει να ανησυχεί για τις επιπτώσεις αυτών των παρεμβάσεων, καθώς επικρατεί η εκτίμηση ότι το χειρότερο σενάριο, η επιβολή ενός έκτακτου φόρου, έχει οριστικά αποφευχθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 2 Δεκεμβρίου, όταν ο πρωθυπουργός διέψευσε τα σενάρια περί έκτακτου φόρου, μιλώντας σε θεσμικούς επενδυτές στο Λονδίνο, ο τραπεζικός δείκτης έχει σημειώσει άνοδο της τάξεως του 13%.
Ωστόσο, τα τραπεζικά στελέχη παραμένουν «κουμπωμένα», μετά τις επαφές που είχε ο Κωστής Χατζηδάκης την Παρασκευή με τους επικεφαλής των συστημικών τραπεζών και ενόψει της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή την Κυριακή, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού, όπου θα παρουσιασθεί στην τελική της μορφή η παρέμβαση της κυβέρνησης. Όπως τονίζεται, το θέμα των τραπεζών έχει μπει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με τη «νέα» αξιωματική αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, οι τόνοι έχουν ανεβεί πολύ και σε τέτοιο περιβάλλον δεν μπορούν να αποκλείονται εκπλήξεις και... ατυχήματα.
Το έκτακτο τέλος του ΠΑΣΟΚ
Η πίεση προς την κυβέρνηση είναι πολύ έντονη, μετά την κατάθεση πρότασης νόμου από το ΠΑΣΟΚ για την επιβολή ενός έκτακτου τέλους, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον «απλό» έκτακτο φόρο που επιβλήθηκε στην Ισπανία στα κέρδη των τραπεζών. Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ προβλέπει την επιβολή ενός έκτακτου τέλους 1% έως 7%, όχι στα κέρδη, αλλά στα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες των τραπεζών, που αποτελούν πολύ μεγαλύτερο ποσό.
Βάσει της πρότασης αυτής, ο συντελεστής του τέλους θα διαφοροποιείται ανάλογα με την πιστωτική επέκταση κάθε τράπεζας. Με απλά λόγια, όσο περισσότερο δανείζει μια τράπεζα, τόσο μικρότερος θα είναι ο συντελεστής, ακόμη και 1%. Αν δεν δανείζει αρκετά, ο συντελεστής θα εκτοξεύεται ακόμη και στο τιμωρητικό ποσοστό του 7%. Στόχος της νομοθετικής αυτής πρότασης είναι να μετατρέψει τη φορολογική... απειλή σε μηχανισμό ενίσχυσης των πιστώσεων στην οικονομία.
Η κυβέρνηση ψάχνει μέτρα...
Απέναντι σε αυτή την πρόταση, η κυβέρνηση αναζητεί το τελευταίο διάστημα τις δικές της νομοθετικές πρωτοβουλίες, ενώ παράλληλα, με τις διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη με τις τράπεζες, επιχειρεί να διερευνήσει τις δυνατότητες να πλαισιωθούν τα κυβερνητικά μέτρα με πρωτοβουλίες των ίδιων των τραπεζών. Αυτό αφορά κυρίως το ζήτημα των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, για το οποίο μόνο οι τράπεζες μπορούν να κάνουν κινήσεις, αφού πρακτικά είναι αδύνατο να παρέμβει στην τιμολογιακή τους πολιτική η κυβέρνηση, δεδομένου ότι τα επιτόκια έχουν απελευθερωθεί και όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να έχουν πολύ μικρή εμβέλεια και πάντως να εγκριθούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την οποία θα πρέπει να ζητηθεί γνωμοδότηση.
Άλλωστε, οι τράπεζες ήδη, από το καλοκαίρι που άρχισε η ΕΚΤ να μειώνει τα επιτόκια, ακολουθούν πολιτική που οδηγεί στη μείωση του περιθωρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΕΚΤ έχει μειώσει κατά 0,75% το βασικό της επιτόκιο (αποδοχής καταθέσεων) και την ίδια περίοδο το μέσο επιτόκιο καταθέσεων στην Ελλάδα μειώθηκε ανεπαίσθητα (από 0,57% σε 0,53%), ενώ το μέσο επιτόκιο των δανείων έπεσε από 5,77% σε 5,41%.
Εξετάζεται «κούρεμα» προμηθειών
Σε ό,τι αφορά τις προμήθειες, η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μια νομοθετική ρύθμιση με τη γενική φιλοσοφία της ρύθμισης που έγινε την περασμένη άνοιξη, όταν επιβλήθηκε μείωση κατά 50% στις προμήθειες για μικρές συναλλαγές (έως 10 ευρώ) που επιβάλλονται στους εμπόρους της λεγόμενης «μικρής λιανικής».
Το ερώτημα, βέβαια, στην περίπτωση που η κυβέρνηση οριστικοποιήσει την απόφαση για μια οριζόντια μείωση προμηθειών, είναι σε ποιες ακριβώς προμήθειες θα.. πέσει το ψαλίδι. Το πιθανότερο είναι να επιλεγούν προμήθειες που... εκνευρίζουν τους συναλλασσόμενους, όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο κ. Χατζηδάκης, δηλαδή αυτές που επιβάλλονται σε καθημερινές συναλλαγές, όπως η μεταφορά χρημάτων από μία τράπεζα σε άλλη, οι προμήθειες για πληρωμή λογαριασμών κ.α.
Υπάρχουν, όμως, και προμήθειες, που παρότι συζητούνται πολύ, στην πραγματικότητα έχουν ήδη μειωθεί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των προμηθειών για ανάληψη από ATM διαφορετικής τράπεζας, τις οποίες έχει ήδη «κουρέψει» η Επιτροπή Ανταγωνισμού από την 1η Ιανουαρίου 2024 και για τρία χρόνια, με αποτέλεσμα να μειωθούν σε 1,5 έως 2 ευρώ, ανάλογα με την τράπεζα.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν επιβληθεί ένα γενικευμένο «κούρεμα» των προμηθειών στις συναλλαγές, αυτές αντιστοιχούν συνολικά στο ένα τρίτο, περίπου, των συνολικών προμηθειών που αντλούν οι τράπεζες και εκτιμάται ότι πρόκειται για «χτύπημα» που δεν θα είναι μεν αμελητέο, αλλά δεν θα διαφοροποιήσει πολύ σημαντικά τις καταστάσεις οικονομικών αποτελεσμάτων των τραπεζών.
Αυξημένος ΕΝΦΙΑ σε ακίνητα που «λιμνάζουν»
Το δεύτερο σημαντικό μέτρο που εξετάζει η κυβέρνηση, χωρίς πάντως να είναι στην παρούσα φάση εύκολο να υπολογισθεί ο αντίκτυπός του στα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών, είναι η επιβολή αυξημένου ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα που «λιμνάζουν» στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Στόχος αυτού του μέτρου θα είναι να υποχρεωθούν οι τράπεζες να διαθέσουν γρηγορότερα αυτά τα ακίνητα, κυρίως οικιστικά, ώστε να αυξηθεί η προσφορά και να μετριασθεί η στεγαστική κρίση, με παράλληλη συγκράτηση των τιμών.
Ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, δήλωσε (στον ΣΚΑΪ) ότι «αυτό το οποίο έχει πέσει σαν πρόταση στο τραπέζι είναι αν θα μπορούσε να αυξηθεί σαν μια πολιτική πίεση προς τις τράπεζες ο συντελεστής του ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα τα οποία δεν αξιοποιούν και δεν ρίχνουν στην αγορά».
Η κυβέρνηση έχει ένα παραπάνω λόγο να πιέσει τις τράπεζες να ρίξουν στην αγορά αυτά τα ακίνητα, καθώς από τις αρχές του 2025 ενεργοποιείται το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» για φθηνά στεγαστικά δάνεια με «δύναμη πυρός» 2 δισ. ευρώ και το κυριότερο πρόβλημα, όπως και στο πρώτο στάδιο του προγράμματος, θα είναι η εξεύρεση κατοικιών από τους υποψήφιους δανειολήπτες.
Το πρόβλημα με τα περισσότερα σπίτια που έχουν καταλήξει στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, όπως και των servicers, επειδή οι δύο στους τρεις πλειστηριασμούς δεν βρίσκουν ανταπόκριση σε υποψήφιους αγοραστές, είναι ότι βαρύνονται με πολεοδομικές παραβάσεις που είναι δύσκολο και χρονοβόρο να αντιμετωπισθούν.
Οι χρηματοδοτικοί φορείς έχουν προτείνει ειδικά αυτά τα ακίνητα να επιτραπεί νομοθετικά να μεταβιβάζονται σε αγοραστές χωρίς τακτοποίηση των πολεοδομικών παραβάσεων, αλλά αυτό δεν έχει γίνει δεκτό από την κυβέρνηση, που δεν θέλει να καθιερώσει τέτοια εξαίρεση (σήμερα μόνο τα ακίνητα που διατίθενται μέσω πλειστηριασμού επιτρέπεται να μεταβιβάζονται με πολεοδομικές παραβάσεις που δεν έχουν τακτοποιηθεί).
Η επιβολή αυξημένου ΕΝΦΙΑ εκτιμάται ότι δεν θα έχει πολύ βαριές οικονομικές συνέπειες για τις τράπεζες, αλλά σίγουρα θα δημιουργήσει πιέσεις στα αποτελέσματά τους, ενώ θα δημιουργήσει αβεβαιότητα και πιθανή πίεση στην τιμολόγηση συναλλαγών που σχεδιάζουν οι τράπεζες και, ειδικότερα, την πώληση «πακέτων» τέτοιων ακινήτων σε funds και εταιρείες real estate.