Μπορεί η μεγάλη οικονομική κρίση που οδήγησε τη χώρα και την κοινωνία στα όρια να βρίσκεται οριστικά πίσω, ωστόσο, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά το ξέσπασμα της κρίσης η οικονομία δεν έχει καταφέρει ακόμα να καλύψει τις απώλειες που προκάλεσε η κρίση.
Η Ελλάδα κινείται με χαμηλές ταχύτητες χωρίς ακόμα να έχει καλύψει τις απώλειες που σημειώθηκαν μετά το 2008 με τους περισσότερους μακροοικονομικούς δείκτες να παραμένουν χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα.
Σημειώνεται ότι ενώ η χώρα μας δεν έχει καταφέρει ακόμα να επανέλθει στα επίπεδα του 2008, όλα αυτά τα χρόνια η Ευρώπη και οι περισσότερες χώρες αναπτύσσονται με ταχύτητα με αποτέλεσμα η απόσταση που μας χωρίζει από τις προηγμένες οικονομίες να είναι πλέον χαοτική.
Το πραγματικό ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, από τα επίπεδα των 237 δις. ευρώ που βρίσκονταν το 2008 το 2024 διαμορφώθηκε στα 200 δις. ευρώ δηλαδή 15,6% χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα.
Η απασχόληση παρά την μεγάλη βελτίωση από το 2020 και μετά παραμένει αισθητά χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2008 ενώ μεγάλη είναι η υστέρηση των επενδύσεων σε σχέση με αυτές του 2007.
Πηγή: Τράπεζα Πειραιώς
Το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε η κρίση αποτυπώνεται ανάγλυφα στον τραπεζικό τομέα: το υπόλοιπο των δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά από το επίπεδο των 250 δισ. πριν την κρίση διαμορφώνεται σήμερα (2024) στα 123 δις. ευρώ δηλαδή καταγράφει απώλειες άνω του -50%.
Το χάσμα αυτό οφείλεται σε δυο βασικούς λόγους:
- Η κρίση οδήγησε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο 50% του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών που σημαίνει ότι ένας τεράστιος αριθμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών βρέθηκαν με οφειλές, δημιουργώντας μια αρνητική πιστωτική συμπεριφορά που τους στιγματίζει μέχρι σήμερα.
- Ο δεύτερος λόγος είναι η αλλαγή στην εποπτεία. Η εποπτεία των εγχώριων συστημικών τραπεζών έχει περάσει στην ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η οποία επιβάλει ενιαίους κανόνες για τις τράπεζες της ευρωζώνης.
Έτσι οι εγχώριες τράπεζες εφαρμόζουν τα αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια της ΕΚΤ και έχουν χάσει την «ευελιξία» του παρελθόντος σε ότι αφορά χορηγήσεις δανείων προς δανειολήπτες που δεν πληρούσαν όλες τις τυπικές εισοδηματικές προϋποθέσεις.
Με την φοροδιαφυγή ακόμα να κυριαρχεί στη χώρα και με την πλειοψηφία των πολιτών να δηλώνουν ετήσια εισοδήματα κάτω των 10.000 ευρώ όλοι αυτοί δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα καθώς δεν πληρούν τα πιστοδοτικά κριτήρια.
Η αδύναμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η αδυναμία κάλυψης των απωλειών της κρίσης, παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης, αποτυπώνεται στην πιστοληπτική αξιολόγηση.
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών
Σήμερα παρά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας βρίσκεται μόνο ένα σκαλί υψηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, όταν το 2009 η ελληνική οικονομία βρίσκονταν πολλά σκαλιά υψηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα.
Η μεγάλη αδυναμία προσαρμογής και αντιμετώπισης των προκλήσεων αποτυπώνεται στον χρόνο που απαιτήθηκε για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας: η Ελλάδα έχασε το investment grade το 2010 και μπόρεσε να επιστρέψει στην αξιολόγηση αυτή μετά από 13 ολόκληρα χρόνια.
Το μόνο πεδίο οικονομικής πολιτικής όπου έχει συντελεστεί θεαματική βελτίωση αυτά τα χρόνια και η οποία έχει συμβάλει τα μέγιστα για την ανάκτηση της αξιοπιστίας είναι στο σκέλος της δημοσιονομικής διαχείρισης. Η δημοσιονομική σταθερότητα έχει καταστήσει τη χώρα μας παράδειγμα οικονομικής προσαρμογής.
Ωστόσο η δημοσιονομική σταθερότητα από μόνη της δεν φέρνει επενδύσεις ούτε γεννά πλούτο. Τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα εξακολουθούν να κρατούν την ελληνική οικονομία καθηλωμένη.
Το «στοίχημα» των επενδύσεων
Τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα η υπερβολική γραφειοκρατία, το πολεοδομικό χάος και η αναποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης λειτουργούν ως κόφτης στην προσέλκυση επενδύσεων, επενδύσεις απολύτως απαραίτητες για την αναβάθμιση της οικονομίας και την δημιουργία πλούτου στη χώρα.
Το 2024 ο σχηματισμός ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στα 34 δισ. ευρώ σχεδόν στο ήμισυ των 58 δισ. που ήταν το 2007.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, σε συνέντευξή του χθες στη Realnews χαρακτήρισε την υστέρηση των επενδύσεων ως «αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας μας».
Όπως τόνισε οι επενδύσεις που είναι τόσο απαραίτητες για την αύξηση της παραγωγικότητας, παραμένουν 20 ολόκληρες μονάδες κάτω σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. «Είμαστε στο 56% του μέσου όρου της ευρωζώνης», σημείωσε.
Οίκος Πιστολητπικής Αξιολόγησης | Πιστοληπτική Ικανότητα | Προοπτική | Ημερομηνία Τελευταίας Αξιολόγησης |
Standard and Poor's | BBB | Σταθερή | 18/04/2025 |
Moody's | Baa3 | Σταθερή | 14/03/2025 |
Fitch | BBB- | Θετική | 16/05/2025 |
DBRS Morningstar | BBB | Σταθερή | 07/03/2025 |
Rating and Investment (R&I) | BBB- | Σταθερή | 09/09/2024 |
Scope Ratings GmbH | BBB | Σταθερή | 30/05/2025 |
Πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αναφέρθηκε εκτενώς στην χαμηλή πτήση των επενδύσεων: «Από το 2019 μέχρι σήμερα, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται σταδιακά. Από 11% το 2019 σε 16% το 2024, με πρόβλεψη να φτάσουν το 18% περίπου το 2027. Στην ευρωζώνη είναι στάσιμες, στο 21,5% περίπου.
Ακριβώς η αύξηση αυτή είναι η κύρια αιτία για τον υπερδιπλάσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας σε σχέση με αυτόν της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Όμως, παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο, σήμερα απέχουμε ακόμα σημαντικά, περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από το να κλείσουμε το επενδυτικό κενό με την Ευρώπη που δημιουργήθηκε στην ελληνική οικονομία από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας».
Ο διοικητής υπογράμμισε τη σημασία των μεταρρυθμίσεων για να μην χαθεί η μεγάλη ευκαιρία που έχει η Ελλάδα κάνοντας ειδική αναφορά στην δικαιοσύνη.
«Η εντατικοποίηση της προσπάθειας εφαρμογής ενός αριθμού ανειλημμένων ήδη μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που θεωρούνται προϋποθέσεις για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, όσο και άλλων που προωθεί η Κυβέρνηση για την υλοποίηση του οικονομικού της προγράμματος.
Επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω απ’ όλες τις απολύτως απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, τα μέτρα για τη μείωση της γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα αυτής που επηρεάζει αρνητικά το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις επενδύσεις, για την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και τα μέτρα για την αντιμετώπιση των δημογραφικών πιέσεων».
Η πορεία μετά το 2015
Το 2015 θεωρείται έτος ορόσημο καθώς έβαλε τέλος στη μακρά περίοδο των αυταπατών με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να υπογράφει το τρίτο μνημόνιo και το οποίο εφάρμοσε με... γερμανική πειθαρχία.
Και μπορεί η ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία να κινείται με χαμηλές ταχύτητες, ωστόσο, υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας.
Όπως φαίνεται στα διαγράμματα κατά την περίοδο 2015 - 2018 η πορεία του ΑΕΠ, όπως και των επενδύσεων θυμίζουν ευθεία γραμμή και αποτυπώνουν μια στασιμότητα αποτέλεσμα της απουσίας σχεδίου, της εγγενούς αντιεπενδυτικής στάσης του ΣΥΡΙΖΑ και της υπερφορολόγησης της οικονομίας που επίσης συνδέεται με ιδεολογικές αγκυλώσεις.
Η οικονομία επιτάχυνε μετά την έλευση της ΝΔ στην εξουσία και εισήλθε σε σχετικά έντονα ανοδική πορεία μετά την πανδημία όπως αποτυπώνεται από την εξέλιξη του ΑΕΠ, των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Η σημαντική αυτή διαφορά στην πορεία της οικονομίας είναι αποτέλεσμα της συνεπούς οικονομικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης και της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο η μεταρρυθμιστική προσπάθεια της ΝΔ είναι σχετικά περιορισμένη αποφεύγοντας τα δύσκολα πεδία όπως η δικαιοσύνη και η λειτουργία του κράτους η καλύτερη λειτουργία των οποίων θα απελευθέρωνε ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική και θα επέτρεπε την χώρα να κινείται με μεγαλύτερες ταχύτητες.