Σε λάθος κατεύθυνση κινείται η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς μεγαλώνει η απόστασή της από τις υπόλοιπες αγορές της Ευρώπης, όπως φαίνεται από την απόκλιση των τιμών που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα.
Παρατηρητές της αγοράς επισημαίνουν ότι στην Ελλάδα δεν αρκεί η αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ ώστε να επιτευχθεί η πράσινη μετάβαση, κάνοντας λόγο για κορεσμό στην παραγωγή ρεύματος που απειλεί την βιωσιμότητα των επενδύσεων.
Ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας αποτελεί μεγάλη πρόκληση, σύμφωνα με τον Νίκο Τσάφο, ειδικό σύμβουλο του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας. Σε ανάρτησή του χθες στο LinkedIn, ο κ. Τσάφος αναφέρει ότι το σύστημα είναι λιγότερο εσωτερικά διασυνδεδεμένο σήμερα απ' ό,τι ήταν το 2021.
Σε στοιχεία που παρέθεσε σε έναν πίνακα με τις ωριαίες τιμές στην ΕΕ, όπου η τιμή 1 σημαίνει ότι οι τιμές στις δύο χώρες συγκλίνουν, ενώ η τιμή 0 σημαίνει ότι δεν υπάρχει αντιστοίχιση μεταξύ τους, φαίνεται πως η Ελλάδα κινείται όλο και περισσότερο σε δικό της αρνητικό άξονα.
Για το 2024, ο μέσος βαθμός συσχέτισης της ελληνικής αγοράς σε σχέση με το σύνολο των ευρωπαϊκών αγορών ανήλθε στο 0,56 έναντι του 0,51 το 2023, 0,67 το 2022, και 0,81 το 2021.
«Μπορεί να έχουμε περισσότερες φυσικές ροές και πιο εξελιγμένα συστήματα για τη διαχείριση αυτών των ροών. Αλλά όταν εξετάζετε τις τιμές σε ολόκληρη την ΕΕ, αυτές έχουν γίνει πιο διάσπαρτες. Η αγορά της ΕΕ παραμένει ένας αστερισμός πολλών περιφερειακών υποαγορών που ακολουθούν το δικό τους ρυθμό», όπως σημειώνει ο κ. Τσάφος.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, εμφανίζονται περιοχές με υψηλό βαθμό διασύνδεσης, όπως η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβενία όμως και σε αυτές τις αγορές αυξάνονται οι αποκλίσεις τιμών.
«Πρόκειται για ξεχωριστά συστήματα που δεν συσχετίζονται επαρκώς. Αυτό το πρόβλημα το είδαμε ξεκάθαρα το καλοκαίρι του 2024 στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Αλλά δεν ήταν η μοναδική περίπτωση», συμπληρώνει ο ίδιος.
Προβλήματα στα σύνορα
Σε μια προσπάθεια να μειωθούν οι τεράστιες ανισορροπίες τιμών που παρουσιάστηκαν το καλοκαίρι, ο πρωθυπουργός ζήτησε παρέμβαση από την Κομισιόν με επιστολή που εστάλη στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, όμως χωρίς αποτέλεσμα.
Η λύση που προτείνεται από τους Ευρωπαίους εστιάζεται στην ενίσχυση των διασυνδέσεων και την αύξηση των ΑΠΕ. Ωστόσο τα προβλήματα - και κατά συνέπεια οι λύσεις - δεν είναι τόσο απλές.
«Η δική μου ερμηνεία είναι ότι το δίκτυο δεν είναι σε θέση να φιλοξενήσει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια - από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και την απώλεια παραγωγικής ικανότητας (άνθρακα και πυρηνικά) έως την ταχεία αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το σύστημα αλλάζει ταχύτερα από τον ιστό που το συνδέει, ιδίως στα άκρα των διαφόρων υποπεριοχών», εξηγεί ο κ. Τσάφος.
«Μιλάμε πολύ για δίκτυα και για την εσωτερική αγορά, αλλά το πρόβλημα είναι σαφώς συγκεντρωμένο σε διάφορα σύνορα, όπου η σύγκλιση των τιμών καταρρέει υπό ορισμένες συνθήκες. Είναι αυτά τα σύνορα που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή. Διαφορετικά, καθώς το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας θα εξελίσσεται περαιτέρω, κινδυνεύουμε να έχουμε ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση τιμών - ακριβώς το αντίθετο από το πού υποτίθεται ότι πρέπει να κατευθυνόμαστε», καταλήγει ο ίδιος.
Κίνδυνος για την ελληνική αγορά
Μέσα σε αυτό το γρήγορα εξελισσόμενο περιβάλλον, οι χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις. Αρνητικές τιμές, συμφόρηση στα δίκτυα και ο κορεσμός είναι οι τρεις βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη το 2025, αναφέρει η Aurora Energy Research σε έκθεσή της.
Για την ελληνική αγορά, ωστόσο, οι προκλήσεις είναι ακόμα πιο μεγάλες.
«Η Aurora υπογραμμίζει επίσης τον κορεσμό της αγοράς ως πρόκληση για τις ΑΠΕ, τονίζοντας την ανάγκη για περισσότερη αποθήκευση ενέργειας και ευελιξία, που δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί ώστε να μετριαστεί ουσιαστικά ο κανιβαλισμός των τιμών. Η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Μεγάλη Βρετανία κινδυνεύουν περισσότερο από τον κορεσμό της αγοράς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς αντιμετωπίζουν εμπορικό κίνδυνο», αναφέρεται στην έκθεση.
Στην συνέχεια, η Aurora εκτιμά ότι η ισχύς των ΑΠΕ θα τριπλασιαστεί ως το 2050 στην Ευρώπη, όμως αναφέρει ότι δεν θα είναι επαρκής με βάση τους κλιματικούς στόχους. Σε πιο άμεσο ορίζοντα, η ήπειρος καλείται να προσθέσει 600 GW ως το 2030.