Με χρονοκαθυστέρηση δείχνει να ανταποκρίνεται ο κλάδος της ένδυσης και της υπόδησης στις ανακατατάξεις που επέφεραν η πανδημία και στην συνέχεια τα δύο ανοικτά πολεμικά μέτωπα σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, τα οποία τροφοδότησαν διεθνές πληθωριστικό κύμα που έπληξε τα εισοδήματα των πολιτών.
Όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, οι δύο κλάδοι είχαν παραμείνει σχεδόν στάσιμοι την προηγούμενη διετία, στον απόηχο της πανδημίας, με τις τιμές κατά μέσο όρο να καταγράφουν οριακές διακυμάνσεις. Μέσα στο 2024, ωστόσο, προέκυψε μία «τέλεια καταιγίδα» ταυτόχρονης αύξησης ενεργειακού και μισθολογικού κόστους, που αναπόφευκτα ώθησε αρκετές επιχειρήσεις σε ανατιμήσεις των ειδών τους προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα αυξημένα έξοδα.
Κάπως έτσι, προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η αύξηση των τιμών κατά 6,2% στους δύο κλάδους στο τέλος του 2024 συγκριτικά με το 2023, με την επίπτωση ωστόσο αυτής της μεταβολής στον γενικό δείκτη πληθωρισμού να αγγίζει το 0,34%, κατατάσσοντας τους δύο κλάδους στην τρίτη θέση, πίσω μόνο από την εστίαση και τα αεροπορικά εισιτήρια.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς ωστόσο πώς δικαιολογείται αυτή η εξέλιξη σε ένα περιβάλλον κάμψης της ζήτησης για συναφή είδη αλλά και εν μέσω μίας ανταγωνιστικής και διεθνοποιημένης αγοράς πλέον, όπου πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου όπως οι Temu και Shein δρουν ανεξέλεγκτα στην ευρωπαϊκή αγορά, επιφέροντας μεγάλο πλήγμα κυρίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αγορά πολλών ταχυτήτων
Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην σχετικά ανισόρροπη κατανομή της καταγραφόμενης ανάπτυξης στη χώρα μας και την πολυδιάσπαση της διαστρωμάτωσης της ζήτησης, η οποία αντανακλάται στην κατανάλωση. Με λίγα λόγια, η αύξηση του κόστους διαβίωσης και ο πληθωρισμός των τροφίμων δείχνει να δημιουργεί μία αγορά πολλών ταχυτήτων, γεγονός που διαφαίνεται και από τις σχετικά καλές επιδόσεις στις πωλήσεις πολυτελών αγαθών στην χώρα μας.
Στο τελευταίο στοιχείο φαίνεται να συνδράμει και η καταγραφόμενη αύξηση των ξένων επισκεπτών, τόσο στα νησιά όσο όμως και στο κέντρο της Αθήνας, οι οποίοι τονώνουν τους τζίρους των εμπορικών καταστημάτων, καλύπτοντας εν μέρει τις απώλειες από την μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων καταναλωτών.
Η αύξηση των τιμών σε είδη ένδυσης και υπόδησης πάντως φαίνεται ότι τροφοδοτήθηκε τόσο από την αύξηση του μισθολογικού κόστους για τις ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις, όσο όμως και από διεθνείς τάσεις που χαρακτήρισαν το 2024, με βασικότερη την εκτίναξη των ναύλων στις μεταφορές, ειδικά στο ξεκίνημα του έτους, εξαιτίας της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα.
Παροδικές αυξήσεις και... πειραματισμοί
Ερωτηθείς για το θέμα αυτό, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας, κ. Σταύρος Καφούνης, σημείωσε ότι η ανατιμήσεις είναι παροδικές, σε ένα περιβάλλον υγιούς και οξύτατου ανταγωνισμού, όπως είναι η ένδυση και η υπόδηση. Ο ίδιος αναφέρει δε ότι η αποκλιμάκωση των τιμών έχει ήδη ξεκινήσει και θα φανεί τους πρώτους μήνες του 2025, υπογραμμίζοντας ότι κύριες αιτίες για την καταγραφείσα αύξηση την χρονιά που πέρασε ήταν η ισοτιμία του δολαρίου με το ευρώ και τα αυξημένα ναύλα.
Κατά άλλους εκπροσώπους της αγοράς, η Ελλάδα αποτελεί πεδίο πειραματισμού για πολλές διεθνείς αλυσίδες. Όπως σημειώνει στο BD ο κ. Στάθης Ψαρρέας, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Rasco USA και στέλεχος με μακρά εμπειρία στον χώρο της ένδυσης, το μικρό μέγεθος της αγοράς επιτρέπει στις εταιρείες να δοκιμάζουν στρατηγικές, όπως αυξήσεις τιμών, χωρίς σοβαρές συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας.
Η πεποίθηση τους είναι ότι παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ο Έλληνας καταναλωτής – παραδοσιακά προσανατολισμένος στην ένδυση ως μέσο έκφρασης – θα συνεχίσει να αγοράζει, έστω και λιγότερο, ακόμη κι αν οι τιμές αυξάνονται. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Έλληνες καταναλωτές παρόλο που έχουν μειώσει τις αγορές τους σε ποσότητα, συνηθίζουν σταδιακά τις αυξήσεις τιμών, ελλείψει σημαντικών εναλλακτικών επιλογών.
Ο κ. Ψαρρέας υπογραμμίζει ειδικότερα την τεράστια ψαλίδα στην τιμολόγηση που εξακολουθεί να ισχύει στη λιανική, με τον στάνταρ υπολογισμό της τελικής τιμής να είναι το κόστος επί 8, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις. «Παρόμοιες πρακτικές εφαρμόζονται και στους παραγωγούς στην Ασία από τις μεγάλες αλυσίδες, βάσει της λογικής ότι οι “δύσκολες αγορές” απαιτούν ακόμη χαμηλότερες τιμές. Έτσι, αυξάνονται περισσότερο τα περιθώρια κέρδους των μεγάλων ομίλων της βιομηχανίας, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζονται στρατηγικές ολιγοπωλίου, που εξαφανίζουν τα τοπικά καταστήματα», σημειώνει ο ίδιος.
Βαρύνοντα ρόλο στην εν λόγω στρατηγική φαίνεται να διαδραματίζει τέλος και το γεγονός ότι οι αποφάσεις πλέον στην βιομηχανία της ένδυσης λαμβάνονται από στελέχη που προέρχονται κατά βάση από τον τραπεζικό τομέα, το χρηματιστήριο και τα funds, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις εταιρείες περισσότερο ως commodities παρά ως εμπορικές δραστηριότητες, στοιχείο που έχει μεταβάλει την φιλοσοφία τους, ειδικά μετά την κρίση του 2008.