Σφύζουν από... υγεία οι βασικοί οικονομικοί δείκτες των ελληνικών τραπεζών, που βρίσκονται στην καλύτερη κατάσταση από τότε που άρχισε να δημοσιεύει στοιχεία ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν πλέον καλύτερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας από τις γαλλικές, ενώ η JPMorgan υπολογίζει ότι διαθέτουν πλεόνασμα σχεδόν 8,5 δισ. ευρώ σε σχέση με τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις.
Οι εποχές που οι ελληνικές τράπεζες περίμεναν με αγωνία την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών stress tests ανήκουν στο παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι αποτελεί κοινή εκτίμηση των τραπεζικών στελεχών πως θα περάσουν χωρίς προβλήματα τον έλεγχο του 2025, παρότι το δυσμενές σενάριο βασίζεται σε ακραίες παραδοχές, όπως: σωρευτική συρρίκνωση του ΑΕΠ την περίοδο 2025 - 2027 κατά -6,1%, αύξηση της ανεργίας κατά 4,2%, μείωση τιμών των οικιστικών ακινήτων κατά -22,3% και των εμπορικών ακινήτων κατά 28,8%.
Πίσω από την άνεση με την οποία περιμένουν τους ελέγχους οι ελληνικές τράπεζες βρίσκεται η εντυπωσιακή βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας τα τελευταία χρόνια, χάρη στην υψηλή κερδοφορία που έχουν πετύχει. Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται στα στοιχεία του SSM, που είναι τα καλύτερα από τότε που άρχισαν οι δημοσιεύσεις του Εποπτικού Μηχανισμού:
- Το γ' τρίμηνο του 2024, ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, CET1, διαμορφώθηκε σε 16,15%, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης, που διαμορφώθηκε σε 15,72%.
- Εντυπωσιακό είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες ξεπέρασαν τις συστημικές τράπεζες αρκετών χωρών. Σε σχέση με τις ισπανικές, η διαφορά ήταν μεγάλη, αφού ο μέσος δείκτης στην Ισπανία διαμορφώθηκε σε 12,82%, ενώ οι ελληνικές τράπεζες ξεπέρασαν τις γαλλικές, τις ολλανδικές και τις αυστριακές, που είχαν δείκτες ελαφρώς χαμηλότερους από 16%.
Οι δείκτες CET1 κατά χώρα

Πρόκειται για μια εξαιρετική επίδοση των ελληνικών τραπεζών, που για πολλά χρόνια βρίσκονταν σταθερά στη χαμηλότερη θέση της κατάταξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του 2021, όταν ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εκκαθάρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με τις τιτλοποιήσεις του σχεδίου «Ηρακλής», οι ελληνικές συστημικές τράπεζες βρίσκονταν στην τελευταία θέση μαζί με τις ισπανικές με CET1 μόλις 12,80%, που υπολειπόταν αρκετά από τον μέσο όρο (15,48%).
Πλεόνασμα κεφαλαίου
Εξάλλου, οι ελληνικές τράπεζες είχαν στο γ' τρίμηνο του 2024 μεγάλο πλεόνασμα σε σχέση με τις ελάχιστες, εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, το οποίο τους δίνει την άνεση να ξεπεράσουν ακόμη και τη σημαντική επιβάρυνση που θα φέρει το δυσμενές σενάριο των stress tests. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με έκθεση της JPMorgan,
- Το συνολικό κεφαλαιακό πλεόνασμα των τεσσάρων τραπεζών υπολογίζεται σε 8,473 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, η Alpha είχε πλεόνασμα 1,735 δισ. ευρώ με δείκτη CET1 15,50%, η Eurobank πλεόνασμα 2,649 δισ. ευρώ με δείκτη CET1 17,70%, η Πειραιώς 1,457 δισ. με CET1 14,70% και η Εθνική 2,632 δισ. με δείκτη CET1 18,50%.
Με αυτά τα πλεονάσματα κεφαλαίων, που εκτιμάται ότι θα είναι αυξημένα στο κλείσιμο των ισολογισμών του 2024, οι τράπεζες μπορούν να επιτύχουν τα επόμενα χρόνια τους δύο βασικούς στόχους που έχουν θέσει: την αύξηση των διανομών στους μετόχους, με παράλληλη επιτάχυνση της απόσβεσης των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα της κεφαλαιακής τους βάσης.
Οι τέσσερις βασικοί δείκτες
Συνολικότερα στο τραπεζικό σύστημα, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι τέσσερις βασικοί δείκτες όχι μόνο παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση, αλλά διαπιστώνεται και ένα ρεκόρ, σε σύγκριση ακόμη και με τις καλές εποχές για τις τράπεζες.
Στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καταγράφεται μείωση στο 4,6%, που είναι και το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί ακόμη και πριν το ξέσπασμα της κρίσης, μετά την είσοδο στην ευρωζώνη. Η αμέσως καλύτερη επίδοση ήταν 5,2%, το 2007.
Στην αποδοτικότητα κεφαλαίων, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν σε καλύτερη θέση από την ευρωζώνη, όπως και στην απόδοση ενεργητικού. Στην κεφαλαιακή επάρκεια ο μέσος δείκτης ήταν οριακά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (τα στοιχεία αφορούν όλες τις τράπεζες και όχι μόνο τις συστημικές), ενώ και στους δύο βασικούς δείκτες ρευστότητας οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, η Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική),
- Οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν την κερδοφορία τους σε υψηλά επίπεδα,ενίσχυσαν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και βελτίωσαν την ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου σε ετήσια βάση.
- Το εννεάμηνο του έτους η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, καθώς η ενίσχυση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες αντισταθμίστηκε από την αύξηση των λοιπών προβλέψεων εξαιτίας μη επαναλαμβανόμενων παραγόντων.
- Η αύξηση της χρηματοδότησης της οικονομίας αναμένεται να αντισταθμίσει τις πιέσεις στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο από τη μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ. Επιπλέον, με βάση τα συμπεράσματα προγενέστερων σχετικών μελετών, τα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών ενδέχεται να επηρεαστούν θετικά από την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην εγχώρια τραπεζική αγορά.
- Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν κατά το εννεάμηνο του 2024, καθώς ενισχύθηκαν τα εποπτικά ίδια κεφάλαιά τους, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και της έκδοσης τίτλων που προσμετρούνται σε αυτά, ενώ το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο.
- Σημειώνεται ότι τα εποπτικά κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών απαρτίζονται επί του παρόντος κατά 40% από οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC), ωστόσο, η ποιότητα των κεφαλαίων αναμένεται να βελτιωθεί μεσοπρόθεσμα εν μέσω προσδοκώμενης υψηλής κερδοφορίας των τραπεζών, με βάση τις ανακοινώσεις των τραπεζών για επιτάχυνση της απόσβεσης των DTC.
- Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε σημαντικά το εννεάμηνο του 2024. Ο δείκτης ΜΕΑ σε ατομική βάση υποχώρησε σημαντικά το Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2023, λόγω της τιτλοποίησης δανείων του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής». Επίσης, μείωση παρουσίασε και το ποσοστό των δανείων Stage 2 ως προς το σύνολο των δανείων σε ατομική βάση.
- Όσον αφορά τη ρευστότητα, οι δείκτες LCR και NSFR αυξήθηκαν περαιτέρω σε ετήσια βάση, παραμένοντας πολύ υψηλότεροι από την υποχρεωτική εποπτική απαίτηση και από τους αντίστοιχους δείκτες των τραπεζών της ευρωζώνης. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν επαρκή ρευστότητα, παρά την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (αποπληρωμή πράξεων TLTRO). Επιπρόσθετα, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι σημαντικά χαμηλότερος στις ελληνικές τράπεζες σε σύγκριση με τις τράπεζες στην ευρωζώνη.