Σημαντικές έμμεσες προκλήσεις προκύπτουν για την ελληνική οικονομία εξαιτίας των εντάσεων στο διεθνές εμπόριο και τον δασμολογικό προστατευτισμό, καθώς επηρεάζονται από τις ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας, όπως σημειώνει ο Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του ομίλου Eurobank.
Ο κ. Αναστασάτος, τονίζει πως παρά τις δυσκολίες που δημιουργούνται αυτή την περίοδο, αναδεικνύονται και οι ευκαιρίες που προσφέρονται για την ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας και την αύξηση των επενδύσεων, τονίζοντας τη σημασία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τον ρόλο των ελληνικών τραπεζών στην υποστήριξη της αναπτυξιακής πορείας της χώρας.
Χαρακτηριστικά όπως ανέφερε στην τοποθέτησή του στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, «η τρέχουσα κατάσταση των εντάσεων στο διεθνές εμπόριο και του δασμολογικού προστατευτισμού, ενέχει προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, όχι τόσο λόγω της άμεσης έκθεσής της στο εμπόριο με τις ΗΠΑ, που είναι μικρή, όσο έμμεσα μέσω της ένταξης της ελληνικής οικονομίας στις ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας και της επίπτωσης της αυξημένης αβεβαιότητας στις επενδύσεις και την ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες της ελληνικής οικονομίας.
Παρά ταύτα, η συγκυρία παρουσιάζει επίσης ευκαιρίες λόγω της κινητοποίησης της ΕΕ που μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για την ανάληψη πολιτικών για την εμβάθυνση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, καθώς και το πρόγραμμα ενίσχυσης της άμυνας της ΕΕ, που δίνει ευκαιρίες αναζωογόνησης της ελληνικής βιομηχανίας. Επιπροσθέτως, η γεωγραφική θέση και η στρατηγική ένταξη της χώρας της επιτρέπουν να παίξει έναν σημαντικό ρόλο ως κόμβος για τη διασύνδεση των δικτύων μεταφοράς προσώπων, αγαθών και δεδομένων της Ευρώπης με την Εγγύς και Άπω Ανατολή και την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα συγκυρία αναστάτωσης στις χρηματοοικονομικές αγορές δεν πρέπει να λειτουργήσει ως λόγος καθυστέρησης στην προσπάθεια της χώρας να προσελκύσει παραγωγικές επενδύσεις σε πραγματικά (και όχι μόνο χρηματοοικονομικά) κεφάλαια, τα οποία εκ της φύσης τους έχουν μακρότερο ορίζοντα ωρίμανσης και δεν επηρεάζονται τόσο από την βραχυχρόνια συγκυρία. Η Ελλάδα χρειάζεται μία αύξηση των επενδύσεων κατά 8% περίπου ετησίως, σε πραγματικούς όρους, μέχρι το τέλος της δεκαετίας ώστε το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ να προσεγγίσει τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης και η οικονομία να συνεχίσει να αναπληρώνει το κεφαλαιακό απόθεμα το οποίο χάθηκε στα χρόνια της κρίσης χρέους.
Το ΤΑΑ θα παίξει έναν σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια, ιδίως δεδομένου ότι είναι από τη φύση του ένα αντικυκλικό εργαλείο που δεν εξαρτάται από τη δυσμενή συγκυρία στις αγορές. Είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι προσπάθειες άντλησης των σχετικών πόρων, όχι μόνο για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα να χαθούν κεφάλαια από τη λήξη της περιόδου εφαρμογής του ΤΑΑ, αλλά και για την κατανομή των πόρων στις βέλτιστες χρήσεις που θα μεγιστοποιήσουν τη συνεισφορά στην παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.
Εξίσου σημαντική είναι η συνεισφορά στη μακροχρόνια ανάπτυξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συνοδεύουν ως όρος την εκταμίευση αυτών των κεφαλαίων. Στο μακροχρόνιο διάστημα, και μετά τη λήξη του ΤΑΑ, το οικονομικό περιβάλλον πρέπει να συνεχίσει να βελτιώνονται μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ώστε η ελκυστικότητα της χώρας ως τόπου διεξαγωγής επενδύσεων να συνεχίσει να ενισχύεται. Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις είναι σημαντικό να συνεισφέρουν περισσότερο στη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων (greenfield investment), δεδομένου ότι σήμερα αφορούν περισσότερο την κτηματαγορά και χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού.
Σε αυτή τη μεγάλη εθνική προσπάθεια ενίσχυσης των επενδύσεων, οι ελληνικές τράπεζες παίζουν έναν κομβικό ρόλο, καθώς είναι ο μόνος πάροχος δανειακών κεφαλαίων για όλα τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια, μέσω του ΤΑΑ ή αμιγώς ιδιωτικά, και αναπληρώνουν επίσης την αδυναμία των πολύ μικρών επιχειρήσεων να αντλήσουν κεφάλαια από τις κεφαλααιαγορές.
Οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους σε επίπεδο συγκρίσιμο με το μέσο αντίστοιχο των τραπεζών της Ευρωζώνης, κι έχουν άφθονη ρευστότητα καθώς ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι μόλις 60% περίπου. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει σημαντικά βήματα επέκτασης των δραστηριοτήτων τους σε επιλεγμένες αγορές, τόσο στον περίγυρο της χώρας, όσο και στον αναδυόμενο κόσμο, όχι μόνο για να διαφοροποιήσουν τις πηγές των εσόδων τους, αλλά και για να παρέχουν βήμα στις ελληνικές επιχειρήσεις που επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό και εξάγουν. Όσο βελτιώνεται η ποιότητα της ζήτησης για δάνεια, οι ελληνικές τράπεζες είναι σε θέση να στηρίξουν αποτελεσματικά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και τον μετασχηματισμό του παραγωγικού της μοντέλου».