«Βαρίδι» για την ελληνική οικονομία εξακολουθούν να αποτελούν τα «κόκκινα» δάνεια, που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο του ΑΕΠ (35%) και εκκαθαρίζονται με αργούς ρυθμούς από τους servicers, καθώς παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα και καθυστερήσεις στις διαδικασίες πλειστηριασμών, όπως τονίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στην έκθεσή της για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι τα «κόκκινα» δάνεια κορυφώθηκαν το 2015 και σήμερα έχουν μειωθεί, όμως το ύψος τους ξεπερνά τα 78 δισ. ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται υπό τη διαχείριση των servicers, με τις διαδικασίες να προχωρούν πολύ αργά, λόγω των προβλημάτων στους πλειστηριασμούς.
Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, η Κομισιόν,
- Η διατήρηση του υψηλού αποθέματος ΜΕΔ είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια των χαμηλών ανακτήσεων από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων που προκλήθηκαν από καθυστερημένους ή ανεπιτυχείς πλειστηριασμούς.
- Το μεγάλο ανεξόφλητο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που κατέχουν διαχειριστές και τράπεζες επηρεάζει δυσμενώς την ελληνική οικονομία μέσω διαφόρων διαύλων.
Όπως φαίνεται στο γράφημα που συνοδεύει την ανάλυση της Κομισιόν, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό τομέα μειώθηκαν θεαματικά τα τελευταία χρόνια, αλλά αυξήθηκαν εξίσου θεαματικά τα δάνεια που διαχειρίζονται οι servicers και παραμένουν ουσιαστικά σταθερά την τετραετία 2021 - 2024.
«Κόκκινα» δάνεια σε τράπεζες και servicers

Η ανάλυση της Κομισιόν
Στην ανάλυσή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει:
Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε στην Ελλάδα στα τέλη του 2009 επηρέασε σημαντικά την ικανότητα των οφειλετών να αποπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς τις τράπεζες. Αυτό προκλήθηκε από τη σημαντική πτώση των ιδιωτικών εισοδημάτων και την αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων, ενώ τα επιτόκια των δανείων αυξήθηκαν σημαντικά, αντανακλώντας τον υψηλό αντιληπτό πιστωτικό κίνδυνο.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απότομη αύξηση των ΜΕΔ, που κορυφώθηκε το 2015, αντιπροσωπεύοντας το 46,8% των ακαθάριστων δανείων των ελληνικών τραπεζών.
Σε απάντηση, το ελληνικό κράτος εισήγαγε προγράμματα τιτλοποίησης, όπως το Ελληνικό Σχέδιο Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS) το 2019, για τη μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το HAPS (σ.σ.: Σχέδιο «Ηρακλής») έδωσε τη δυνατότητα στις τράπεζες να τιτλοποιήσουν ΜΕΔ και να τα μεταβιβάσουν σε ιδιώτες επενδυτές μέσω της παύσης αναγνώρισης των ισολογισμών, με κρατικές εγγυήσεις για τα τμήματα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού.
Αν και η μεταβίβαση αυτή μείωσε το απόθεμα ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών, οι διαχειριστές εξακολουθούν να διαχειρίζονται σημαντικό απόθεμα ΜΕΔ. Το συνολικό ποσό των ΜΕΔ στην οικονομία παρέμεινε υψηλό, στα 78,1 δισεκατομμύρια ευρώ (κοντά στο 35% του ΑΕΠ του 2024) το γ ́ τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το ανώτατο επίπεδό του, ελαφρώς χαμηλότερο από τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ το 2015.
Η διατήρηση του υψηλού αποθέματος ΜΕΔ είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια των χαμηλών ανακτήσεων από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων που προκλήθηκαν από καθυστερημένους ή ανεπιτυχείς πλειστηριασμούς, ενώ οι νέες εισροές ΜΕΔ ήταν μέτριες τα τελευταία δύο χρόνια.
Το μεγάλο ανεξόφλητο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που κατέχουν διαχειριστές και τράπεζες επηρεάζει δυσμενώς την ελληνική οικονομία μέσω διαφόρων διαύλων.
Οι διαχειριστές πιστώσεων που διαχειρίζονται τα τιτλοποιημένα ανοίγματα μεσαίου και υψηλού κινδύνου (τμήματα ενδιάμεσης και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας) ανήκουν κατά κύριο λόγο σε ξένους θεσμικούς επενδυτές (δηλ. ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και παγκόσμιες επιχειρήσεις επενδύσεων). Ως εκ τούτου, οι επιδόσεις των χαρτοφυλακίων υπό τη διαχείρισή τους έχουν οριακό μόνο άμεσο αντίκτυπο στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος μπορεί να επηρεαστεί μέσω της πιθανής κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων σε περίπτωση που τα τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία υποαποδίδουν σημαντικά σε σύγκριση με τα αρχικά επιχειρηματικά σχέδια.
Το συνολικό ποσό των εγγυήσεων που παρασχέθηκαν στο σύνολο των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας που κατέχουν οι τράπεζες και οι διαχειριστές για όλες τις τιτλοποιήσεις HAPS ανήλθε σε 16,3 δισεκατομμύρια ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2024, ποσό που αποτελεί ενδεχόμενη υποχρέωση του κράτους.
Ωστόσο, οποιαδήποτε πιθανή κατάπτωση εγγυήσεων είναι πιθανό να είναι προφανής εκ των προτέρων και να περιορίζεται σε συγκεκριμένες τιτλοποιήσεις, με περιορισμένη επίδραση στην ετήσια εξέλιξη του δείκτη δημόσιου χρέους.
Το χρέος των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων των ενυπόθηκων και καταναλωτικών δανείων, αφορά το μεγαλύτερο μερίδιο των ΜΕΔ που διαχειρίζονται οι servicers (54% στους λογαριασμούς των διαχειριστών). Οι τιτλοποιήσεις χρέους των νοικοκυριών επηρεάζονται κυρίως από το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός οικιστικών ακινήτων που χρησιμεύουν ως εγγυήσεις για την εξασφάλιση χρέους που ανήκει σε τράπεζες ή διαχειριστές παραμένουν δεσμευμένα (μη εμπορεύσιμα) λόγω παρατεταμένων διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης οφειλών.
Επιπλέον, πολλά από τα ακίνητα που τελικά αγοράστηκαν σε πλειστηριασμούς από τράπεζες και servicers παραμένουν εκτός αγοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα, μειώνοντας σημαντικά την προσφορά κατοικιών και συμβάλλοντας στην πρόσφατη έντονη αύξηση των τιμών των κατοικιών.
Τα ΜΕΔ των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών αντιπροσωπεύουν επίσης σημαντικό μέρος των συνολικών ΜΕΔ (32,6% στους λογαριασμούς των διαχειριστών) και αφορούν επιχειρήσεις σε βασικούς τομείς όπως το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, η μεταποίηση και οι κατασκευές.
Πρόσφατη μελέτη (σ.σ.: του ΙΟΒΕ και της Τράπεζας της Ελλάδος) διαπίστωσε ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ των ΜΕΔ και της αύξησης των εταιρειών «ζόμπι» στην ελληνική οικονομία. Η μελέτη δείχνει ότι η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε επιχειρήσεις ζόμπι εμποδίζει τις επενδύσεις από υγιείς επιχειρήσεις και εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου σε περισσότερες παραγωγικές χρήσεις.
Ως εκ τούτου, η ταχύτερη επίλυση των εταιρικών ΜΕΔ, τόσο εντός όσο και εκτός τραπεζικών ισολογισμών, θα διευκόλυνε την αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων, τονώνοντας τις επενδύσεις και την οικονομική δραστηριότητα μεσομακροπρόθεσμα.