Μπορεί ο τουρισμός να πρόσφερε πολύτιμη στήριξη στην ελληνική οικονομία στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, καθώς σχεδόν διπλασίασε τα έσοδά του όταν η υπόλοιπη οικονομία κατέρρεε, όμως πλέον εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Η εποχή των συνεχών ρεκόρ σε αφίξεις και έσοδα φαίνεται ότι περνά στο παρελθόν, ενώ ο τουριστικός τομέας καλείται να κερδίσει το δύσκολο στοίχημα της στροφής στην ποιότητα.
Η αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων στα χρόνια της κρίσης ήταν άκρως εντυπωσιακή, καθώς έφθασε το 90%. Σύμφωνα με τη Eurobank, την εννιαετία 2011-2019, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στην Ελλάδα ενισχύθηκαν από €9,6 δισεκ. το 2010 σε €18,2 δισεκ. ή 9,8% του ΑΕΠ.
Μετά την κατακόρυφη συρρίκνωση το 2020 λόγω της πανδημίας (σε €4,3 δισεκ. ή 2,6% του ΑΕΠ), οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανέκαμψαν ταχέως την πενταετία 2020-2024, φτάνοντας τα €21,6 δισεκ. ή 9,1% του ΑΕΠ το 2024. Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει η Eurobank, δεν ξεπέρασαν τα προ πανδημίας επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, και σε πραγματικούς όρους (σταθερές τιμές), το απόλυτο μέγεθός τους ήταν 1,6% μικρότερο σε σύγκριση με το 2019.
Επιπεδοποίηση των εσόδων
Από τη φετινή χρονιά, οι παράγοντες του κλάδου διαπιστώνουν «κόπωση» στις τουριστικές εισπράξεις. Ο Γιάννης Ρέτσος, επί σειρά ετών πρόεδρος του Συνδέσμου των Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και πλέον πρόεδρος του ΙΟΒΕ, έκανε χθες λόγο χαρακτηριστικά για «επιπεδοποίηση» των εσόδων, εκτιμώντας ότι για το 2025 θα ήταν επιτυχία αν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις έφθαναν τις περυσινές.
Όπως είπε, κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ,
- Υπάρχει αλλαγή, βλέπουμε και από τη φετινή χρονιά ότι έχουμε πάει σε μία επιπεδοποίηση των εσόδων. Τα δύο θετικά αεροδρόμια φέτος είναι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Τα υπόλοιπα αεροδρόμια είναι ή στην κατάσταση την περυσινή, ή με μειώσεις, σε κάποια από αυτά μεγάλες, όπως στη Σαντορίνη που είχαμε το θέμα των σεισμών. Άρα λοιπόν μετά από δέκα χρόνια ανόδου, από το 2014, αν εξαιρέσουμε τις χρονιές της πανδημίας, ο τουρισμός κινείται ανοδικά και ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή να επιπεδοποιηθεί.
- Η εκτίμησή μου, η οποία δεν βασίζεται αυτή τη στιγμή σε στοιχεία, αλλά είναι περισσότερο εμπειρική διαίσθηση, είναι ότι του χρόνου, ίσως και φέτος, μπορεί να υπάρχει ένα ελαφρύ μείον ως προς τα έσοδα. Θα είναι η πρώτη χρονιά μείωσης (σ.σ.: το 2025, αν επιβεβαιωθεί αυτή η πρόβλεψη).
Ο κ. Ρέτσος εξήγησε ότι η συγκράτηση των τουριστικών εισπράξεων έχει να κάνει και με την χρονοκαθυστέρηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων σε σχέση με το πώς κινούνται οι χρηματοοικονομικοί δείκτες, σημειώνοντας ότι η οικονομική κατάσταση των Ευρωπαίων δεν θα είναι καλύτερη από την περυσινή και το ίδιο ισχύει για τους Αμερικανούς, που έχουν επηρεασθεί φέτος ψυχολογικά και από τις γεωπολιτικές συνθήκες.
"Value for money"
Όλα αυτά είναι μία μορφή ήπιας κρίσης, μια κρίση κανονικότητας, όπως την χαρακτήρισε ο κ. Ρέτσος, υπογραμμίζοντας ότι για να την αντιμετωπίσει ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται «να έχεις στρατηγική και να έχεις φροντίσει οι προορισμοί σου να λειτουργούν καλά, το προϊόν σου να είναι καλύτερο από τον ανταγωνισμό, να έχει αξία. Να έχει value for money».
Ο κ. Ρέτσος υπογράμμισε ότι αυτό δεν έχει γίνει δυστυχώς, δεν έχει γίνει σε κανένα επίπεδο. Προειδοποίησε ότι εκεί που φαίνεται ότι τα πράγματα δυσκολεύουν για τον τουρισμό της Μεσογείου εκείνοι που θα ωφεληθούν είναι όσοι έχουν το καλύτερο προϊόν και το πιο σωστά τιμολογημένο. «Δεν είμαστε εμείς αυτοί. Αυτήν την στιγμή», τόνισε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Είχαμε καταφέρει μέσα στην πανδημία και με πάρα πολύ σωστή διαχείριση να φτιάξουμε ένα πολύ ισχυρό brand που εξουδετέρωσε παθογένειες τις οποίες έχουμε. Αυτό όμως έχει φύγει πλέον, δεν το θυμάται κανένας και τώρα πια οι συγκρίσεις είναι "μήλα με μήλα". Και είναι σαφές ότι εκεί χάνουμε».
Ο Ρέτσος προέβλεψε, μάλιστα, ότι «του χρόνου θα είναι η πρώτη χρονιά που δεν θα μπορεί να πει ο τουρισμός ότι συνέβαλε κατά μεγάλο ποσοστό στην κάλυψη του αρνητικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι τιμές είναι παραπάνω από την ποιότητα. Μπορεί να είναι σταθερή οι ποιότητα, αλλά τα πράγματα είναι πιο ακριβά».
Δέκα κινήσεις για ποιοτικό τουρισμό
Οι δυσοίωνες προβλέψεις του Γιάννη Ρέτσου εγγράφονται στο γενικό πλαίσιο του προβληματισμού για την ανάγκη ο ελληνικός τουρισμός να αυξήσει τα έσοδά του όχι πλέον με τη συνεχή αύξηση των επισκεπτών, που δεν είναι βιώσιμη, αλλά με στροφή στην ποιότητα και αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης των επισκεπτών.
Όπως τονίζει η Eurobank σε ανάλυσή της, η άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων στην Ελλάδα από το 2011 έως το 2024 (5,8% κατά μέσο όρο ετησίως) προήλθε κυρίως από την αύξηση των αφίξεων. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των αφίξεων ήταν 7,1%, με αποτέλεσμα η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση να φτάσει τους 40,7 εκατ. ταξιδιώτες το 2024 (συμπεριλαμβανομένων των αφίξεων από κρουαζιέρα), από 15,0 εκατ. το 2010.
Αντίθετα, η μέση δαπάνη των ταξιδιωτών μειώθηκε σε €530,6 το 2024, από €640,4 το 2010. Αυτό οφείλεται στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής των ταξιδιωτών στην Ελλάδα σε 5,9 διανυκτερεύσεις το 2024, από 9,3 το 2010. Αυτή η τάση παρατηρείται σε πολλούς διεθνείς τουριστικούς προορισμούς, καθώς οι ταξιδιώτες επιδιώκουν να επισκεφθούν περισσότερους προορισμούς σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Στην Ελλάδα, αυτό εξηγείται εν μέρει από την αύξηση της σημασίας των city breaks (π.χ. στην Αττική), και εν μέρει από την ανάκαμψη των οδικών αφίξεων από τη βαλκανική ενδοχώρα, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα (π.χ. Κεντρική Μακεδονία και Ήπειρος).
Συνολικά, όπως τονίζει η Eurobank, το ελληνικό τουριστικό μοντέλο μεταβάλλεται προς την κατεύθυνση «όλο και περισσότεροι τουρίστες που διαμένουν όλο και λιγότερο στη χώρα και αφήνουν όλο και λιγότερα χρήματα». Αν και αυτό οφείλεται εν μέρει σε μεταβολές στα μοτίβα της εξωτερικής ζήτησης, υπάρχει κίνδυνος η διόγκωση της ζήτησης να μεταφραστεί σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος και των παρεχόμενων υπηρεσιών, θέτοντας εν αμφιβόλω τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα της ζήτησης.
Το κλειδί για τη στροφή σε ένα πιο διατηρήσιμο τουριστικό μοντέλο είναι η αύξηση της οικονομικής συνεισφοράς του κλάδου, όχι μέσω της αύξησης του αριθμού των αφίξεων, αλλά μέσω της αύξησης της δαπάνης ανά επισκέπτη.
Η Eurobank σημειώνει ότι, αν και η ιδέα του ποιοτικότερου τουρισμού είναι ελκυστική, αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο project που απαιτεί μεγάλες αλλαγές σε επιχειρηματικές πρακτικές, πολιτικές, επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) και νοοτροπίες.
Σημαντικότερες δράσεις που προτείνουν οι αναλυτές της τράπεζας σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν οι ακόλουθες:
- Αυστηρή τήρηση της νομοθεσίας για την αυθαίρετη δόμηση και περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης: Η άναρχη δόμηση υποβαθμίζει το φυσικό περιβάλλον και μπορεί να καταστρέψει οριστικά έναν τουριστικό προορισμό.
- Θέσπιση και συνεπής τήρηση της νομοθεσίας για τη χωροθέτηση των μονάδων φιλοξενίας και εστίασης: Εναρμόνιση με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, και απόσυρση ή τροποποίηση μονάδων που παραβιάζουν αυτούς τους κανόνες.
- Προτεραιοποίηση ανέγερσης και αναβάθμισης ξενοδοχειακών μονάδων υψηλότερης στάθμης: Έχουν ήδη γίνει κάποια πρώτα βήματα, με αύξηση των 5άστερων και 4άστερων ξενοδοχείων και μείωση των 1 και 2 αστέρων μονάδων, με τη στήριξη των τραπεζών.
- Αναβάθμιση υποδομών που στηρίζουν τον ποιοτικό τουρισμό: Περιλαμβάνονται δρόμοι, μαρίνες, γρήγορο διαδίκτυο, διαχείριση ενέργειας, νερού και απορριμμάτων, υπογειοποίηση καλωδίων δικτύων, προστασία παραδοσιακών οικισμών, ανάδειξη μνημείων και μουσείων, πολιτιστικές εκδηλώσεις, χιονοδρομικά κέντρα κ.λπ.
- Γενικότερες δράσεις εξωραϊσμού του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος: Το όμορφο περιβάλλον ωφελεί τόσο τους κατοίκους όσο και τους επισκέπτες.
- Κατάρτιση και αναβάθμιση δεξιοτήτων του προσωπικού: Ο ποιοτικός τουρισμός απαιτεί υψηλής στάθμης προσωπικό, δημιουργώντας αντίστοιχα πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
- Συγκεκριμένα κίνητρα για εναλλακτικές μορφές τουρισμού με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία: Όπως τουρισμός υγείας, πολιτιστικός και θρησκευτικός τουρισμός, αγροτουρισμός, και city breaks. Η στόχευση αυτή μπορεί να επιτύχει καλύτερη χωρική και χρονική κατανομή των τουριστικών εσόδων.
- Στήριξη πρακτικών αειφορίας και πρωτοβουλιών για τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων: Στροφή προς μια κυκλική οικονομία και προστασία της βιοποικιλότητας και του οικοσυστήματος, αποφεύγοντας κίνητρα που οδηγούν σε αύξηση της δομημένης επιφάνειας.
- Επιβολή περιορισμών στις τουριστικές μισθώσεις (βραχυχρόνιες μισθώσεις): Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις πρέπει να επιστρέψουν στον αρχικό τους σκοπό ως οικονομία διαμοιρασμού (κατοικίες που υπενοικιάζονται περιστασιακά από τους ιδιοκτήτες). Κατοικίες που ενοικιάζονται για το μεγαλύτερο μέρος του έτους πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κανονική οικονομική δραστηριότητα, ώστε να αποφευχθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός με τις επίσημες τουριστικές μονάδες, η άναρχη δόμηση και η όξυνση του στεγαστικού προβλήματος.
- Εφαρμογή μέτρων για την προστασία του τουρισμού από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής: Ενθάρρυνση αφίξεων εκτός περιόδων υψηλής θερμοκρασίας, αποφυγή δόμησης σε ευαίσθητες περιοχές (αιγιαλός, ρέματα, δασικές εκτάσεις), αναβάθμιση της ενεργειακής απόδοσης των τουριστικών μονάδων, και φυτεύσεις.
Η Eurobank αναγνωρίζει ότι μια τέτοια σύνθετη προσπάθεια μετασχηματισμού του τουριστικού μοντέλου είναι δύσκολη, καθώς τα οφέλη είναι έμμεσα και μακροπρόθεσμα, ενώ το κόστος είναι συγκεκριμένο και βραχυπρόθεσμο. Ως εκ τούτου, απαιτείται ενεργή στήριξη και αστυνόμευση από το κράτος. Επιπλέον, οι άνθρωποι του τουρισμού πρέπει να συμπαραταχθούν και να πρωτοστατήσουν σε αυτή την προσπάθεια, καθώς αποτελεί στοιχειώδη προστασία των επενδύσεών τους και των μελλοντικών προοπτικών του κλάδου.