Σημαντικές επιβαρύνσεις ενδέχεται να προκύψουν για τους καταναλωτές που επιλέγουν την πληρωμή ασφαλίστρων ζωής σε δόσεις, σύμφωνα με τον Δημήτρη Σπυράκο, δικηγόρο και διδάκτορα νομικής, πρώην γενικό γραμματέα Καταναλωτή και γενικό γραμματέα της «Ένωσης Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή». Ο κ. Σπυράκος, με εμπειρία σε ποινικό, ιδιωτικό και καταναλωτικό δίκαιο, αναφέρει ότι το κόστος αυτό συχνά δεν γίνεται ξεκάθαρο στους ασφαλισμένους.
Όπως επισημαίνει, αρκετές ασφαλιστικές εταιρείες εφαρμόζουν προσαύξηση έως 3% στο ετήσιο ασφάλιστρο όταν αυτό δεν καταβάλλεται εφάπαξ. Ωστόσο, η πραγματική οικονομική επιβάρυνση, που συχνά αντιστοιχεί σε υψηλό επιτόκιο, παραμένει αδιευκρίνιστη προς τον καταναλωτή.
Η επιβάρυνση αυτή συνήθως αναγράφεται στους γενικούς όρους της ασφάλισης, χωρίς όμως να αποκαλύπτεται το πραγματικό κόστος πίστωσης. Για παράδειγμα, μια προσαύξηση 3% εφαρμόζεται ακόμη και όταν το ασφάλιστρο καταβάλλεται σε δύο εξαμηνιαίες δόσεις.
Στην πράξη, πίστωση παρέχεται μόνο για τη δεύτερη δόση και για έξι μήνες, ενώ η προσαύξηση υπολογίζεται στο σύνολο του ασφαλίστρου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το πραγματικό επιτόκιο να ανέρχεται στο 12% ή και περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη η προκαταβολή του «τόκου».
Ο κ. Σπυράκος τονίζει ότι αυτή η πρακτική εγείρει σοβαρά ζητήματα νομιμότητας και δεοντολογίας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες εκμεταλλεύονται τη σχέση εμπιστοσύνης με τους ασφαλισμένους, χωρίς να αναλαμβάνουν ουσιαστικό πιστωτικό κίνδυνο, καθώς διατηρούν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο καταναλωτής δεν ενημερώνεται για το πραγματικό κόστος της πίστωσης. Αυτό έρχεται σε αντίθεση τόσο με τις αρχές της καλής πίστης όσο και με τη σχετική νομοθεσία για την καταναλωτική πίστωση, όπως προβλέπεται από την Οδηγία 2008/48 και τη νέα Οδηγία 2023/2225, η οποία ενισχύει τις απαιτήσεις διαφάνειας και υπεύθυνης παροχής πίστωσης.
Συνεπώς, οι καταναλωτές προχωρούν στην επιλογή πληρωμής σε δόσεις, χωρίς να γνωρίζουν το πραγματικό κόστος, το οποίο πιθανότατα θα απέφευγαν αν υπήρχε διαφάνεια. Με αυτόν τον τρόπο, οι ασφαλιστικές εταιρείες ουσιαστικά χορηγούν πίστωση, αποκρύπτοντας τόσο το ποσό όσο και το επιτόκιο.
Ανάγκη για διαφάνεια στις ασφαλιστικές υπηρεσίες
Ο κ. Σπυράκος σημειώνει ότι η συγκεκριμένη πρακτική αποτελεί κατάλοιπο προηγούμενων εποχών και πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η νέα Οδηγία 2023/2225 προβλέπει πως οι εταιρείες που παρέχουν πίστωση οφείλουν να ενημερώνουν σαφώς τον καταναλωτή για τον χαρακτήρα της πίστωσης, να αποκαλύπτουν πλήρως το ύψος της και να δημοσιοποιούν το συνολικό πραγματικό επιτόκιο (APR).
«Η συμμόρφωση με αυτές τις απαιτήσεις διαφάνειας δεν προστατεύει μόνο τον καταναλωτή, αλλά συμβάλλει και στη μείωση του κόστους της πίστωσης για όσους την έχουν πραγματικά ανάγκη, ενισχύοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη στην αγορά ασφαλίσεων» καταλήγει ο κ. Σπυράκος.