Το 2026 διαφαίνεται ως μια ευνοϊκή χρονιά για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις όσον αφορά το κόστος δανεισμού, σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τα επιτόκια, όπως ο πληθωρισμός και η οικονομική ανάπτυξη, παραμένουν σταθεροί, δημιουργώντας θετικές προοπτικές για τη χρηματοδότηση.
Η ΕΚΤ έχει ήδη χαράξει στρατηγική που προβλέπει διατήρηση των επιτοκίων στο 2% για το επόμενο έτος. Η σταθερότητα αυτή αναμένεται να περιορίσει το κόστος εξυπηρέτησης τόσο των υφιστάμενων όσο και των νέων δανείων, διευκολύνοντας δανειολήπτες και επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα κινηθεί στο 2% και το 2026, ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία θα παραμείνει σε ζώνη χαμηλής ανάπτυξης. Για το τρίτο τρίμηνο του 2025, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 1,4%, ελαφρώς βελτιωμένος σε σύγκριση με προηγούμενες εκτιμήσεις.
Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, λόγω ανησυχιών για δασμούς. Ωστόσο, αναμένεται να ακολουθήσει διόρθωση και επιβράδυνση της ανάπτυξης, γεγονός που ενισχύει τη στρατηγική της ΕΚΤ για διατήρηση των επιτοκίων. Περαιτέρω μείωση κάτω από το 2% θεωρείται απίθανη, εκτός απροόπτου σημαντικής επιδείνωσης της οικονομίας.
Οι τράπεζες έχουν ενσωματώσει αυτή τη στρατηγική στις προβλέψεις τους για το 2026. Προβλέπουν ότι στεγαστικά, επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς. Ο ανταγωνισμός, ιδίως στα στεγαστικά δάνεια, οδηγεί σε μικρές μειώσεις επιτοκίων, ενώ η αύξηση των στεγαστικών δανείων αναμένεται να φτάσει το 10%, διατηρώντας το ρυθμό του 2025.
Οι νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τα 3,1 δισ. ευρώ το 2026, από 2,6 δισ. ευρώ το 2025, σημειώνοντας αύξηση 20%. Η ενίσχυση αυτή αποδίδεται στη ζήτηση για το πρόγραμμα "Σπίτι μου ΙΙ" και το περιβάλλον χαμηλού κόστους χρήματος. Ωστόσο, ο ρυθμός διείσδυσης της στεγαστικής πίστης στις αγοραπωλησίες ακινήτων παραμένει χαμηλός στην Ελλάδα, αφήνοντας σημαντικά περιθώρια ανόδου στο μέλλον.
Σύμφωνα με τραπεζικά στοιχεία, το 2024 οι αγοραπωλησίες ακινήτων ανήλθαν σε 10 δισ. ευρώ, με τα στεγαστικά δάνεια να καλύπτουν μόλις 1,8 δισ. ευρώ. Το 2025, οι εκτιμώμενες αγοραπωλησίες φτάνουν τα 12 δισ. ευρώ, ενώ τα στεγαστικά δάνεια αναμένονται στα 2,6 δισ. ευρώ.
Ανοδικές τάσεις καταγράφονται και στην καταναλωτική πίστη, αποτέλεσμα της θετικής πορείας της οικονομίας και της αύξησης των εισοδημάτων. Η ζήτηση για καταναλωτικά δάνεια δεν συνδέεται πλέον κυρίως με κάλυψη βασικών αναγκών.
Όσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, η αύξηση αναμένεται να διατηρηθεί σε διψήφιους ρυθμούς το 2026, υπερβαίνοντας τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Αυτό οφείλεται στα έργα υποδομών και τις επενδύσεις που προωθούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.