Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχωρά σε σημαντική απλοποίηση των εποπτικών της διαδικασιών, εγκαινιάζοντας από τον Ιανουάριο του 2026 ταχύτερους ελέγχους για συγκεκριμένες τραπεζικές πράξεις κεφαλαίου και τιτλοποιήσεων.
Η κίνηση αυτή στοχεύει στη μείωση της γραφειοκρατίας για τυποποιημένες συναλλαγές, χωρίς καμία χαλάρωση των κανονιστικών και εποπτικών προτύπων.
Στο νέο πλαίσιο, ο χρόνος έγκρισης για επιλέξιμες πράξεις περιορίζεται στις δύο εβδομάδες, από περίπου τρεις μήνες που απαιτούνται σήμερα.
Όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, η επιτάχυνση των διαδικασιών επιτρέπει στους επόπτες να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο και πόρους σε πιο σύνθετες και υψηλού κινδύνου αξιολογήσεις, ενισχύοντας συνολικά την αποτελεσματικότητα της τραπεζικής εποπτείας.
Οι fast-track διαδικασίες αφορούν τυποποιημένες πράξεις με σαφώς καθορισμένα χαρακτηριστικά.
Σε όλες τις περιπτώσεις, εφαρμόζονται πλήρως τα παγκόσμια εποπτικά πρότυπα και το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, ενώ οι συναλλαγές που δεν πληρούν τα κριτήρια συνεχίζουν να αξιολογούνται με την κανονική, εκτενέστερη διαδικασία.
Σε ό,τι αφορά τις πράξεις κεφαλαίου, η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαιτεί την έγκριση της ΕΚΤ πριν από επαναγορές μετοχών ή άλλων κεφαλαιακών μέσων, καθώς τέτοιες κινήσεις μειώνουν την ικανότητα των τραπεζών να απορροφούν ζημίες.
Με τη νέα διαδικασία, οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από ταχύτερη αξιολόγηση, εφόσον η επίδραση στην κεφαλαιακή τους επάρκεια είναι περιορισμένη και παραμένουν επαρκώς κεφαλαιοποιημένες για τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, πράξεις επαναγοράς κεφαλαιακών μέσων, πλην μετοχών, μπορούν να ενταχθούν στο fast track όταν η επίπτωση στον δείκτη κεφαλαίου δεν υπερβαίνει τις 100 μονάδες βάσης και όταν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις και οι κατευθυντήριες γραμμές καλύπτονται για τουλάχιστον τρία έτη.
Για τις επαναγορές μετοχών, τα κριτήρια είναι αυστηρότερα, καθώς οι τράπεζες πρέπει να εμφανίζουν χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο κινδύνου, να διατηρούν επαρκές ποσοστό κερδών και να αποδεικνύουν ανθεκτικότητα ακόμη και σε σενάρια έντονης χρηματοπιστωτικής πίεσης.
Παράλληλα, η ΕΚΤ εισάγει απλοποιημένη διαδικασία υποβολής αιτημάτων, ώστε οι τράπεζες να γνωρίζουν άμεσα αν ο φάκελός τους είναι πλήρης και καταρχήν επιλέξιμος για ταχεία εξέταση.
Η τελική αξιολόγηση παραμένει στα χέρια των Κοινών Εποπτικών Ομάδων, οι οποίες διατηρούν το δικαίωμα να ζητούν πρόσθετα στοιχεία όπου κρίνεται αναγκαίο.
Αντίστοιχη ταχεία διαδικασία εφαρμόζεται και στις τιτλοποιήσεις, όταν πρόκειται για μεταβίβαση σημαντικού κινδύνου σε τρίτους, γνωστή ως significant risk transfer.
Η μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων επιτρέπεται μόνο εφόσον η ΕΚΤ αναγνωρίσει ότι η μεταφορά κινδύνου είναι ουσιαστική και πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Όπως αναφέρει η ΕΚΤ, το fast track για τις τιτλοποιήσεις αφορά τυποποιημένες δομές, με χαρτοφυλάκια που εξυπηρετούνται κανονικά, χωρίς υψηλή συγκέντρωση και με περιορισμένη έκθεση σε δάνεια υψηλής μόχλευσης. Παρά τη συντόμευση των διαδικασιών, η εποπτεία ενισχύεται σε μικρο- και μακροπροληπτικό επίπεδο, ώστε να αποτρέπεται η υπερβολική ανάληψη κινδύνων.
«Η ταχύτερη διαδικασία δεν συνεπάγεται χαλάρωση των εποπτικών απαιτήσεων», υπογραμμίζει η ΕΚΤ, σημειώνοντας ότι η προσοχή των εποπτικών αρχών θα επικεντρώνεται σε πιο σύνθετες περιπτώσεις και στη συνολική διαχείριση κινδύνων από τις τράπεζες.
Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην αποφυγή υπερβολικής εξάρτησης από τα κεφαλαιακά οφέλη των τιτλοποιήσεων και στους κινδύνους αναχρηματοδότησης που μπορεί να προκύψουν από εκτεταμένη χρήση συνθετικών τιτλοποιήσεων.
Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι τα αναλυτικά δεδομένα που θα συλλέγονται μέσω των νέων διαδικασιών θα ενισχύσουν την παρακολούθηση της αγοράς τιτλοποιήσεων και θα στηρίξουν τόσο την εποπτική όσο και τη μακροπροληπτική της δράση.