ΓΔ: 1394.07 0.94% Τζίρος: 62.33 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 15:35:31 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΟΡΑΣ
Φωτο: Shutterstock

ΤτΕ: Ενισχυμένες οι τράπεζες, προσοχή στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων

Ισχυρή κερδοφορία για τις ελληνικές τράπεζες το 2022, με επιτάχυνση χορηγήσεων και αύξηση των καταθέσεων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ποιοι είναι οι παράγοντες που θα επηρεάσουν το 2023.

Θετικές είναι οι προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες κατά το τρέχον έτος, όμως, υπάρχουν ορισμένοι εξελίξεις και παράγοντες που θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα, ούτως ώστε να μη δημιουργηθούν προβλήματα, όπως επισημαίνει η ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, με το ενδεχόμενο δημιουργίας μία νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων να αποτελεί το βασικό σημείο κινδύνου. 

Αναφερόμενη στο τραπεζικό σύστημα η ΤτΕ σημειώνει ότι οι προοπτικές για την εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023 επηρεάζονται αρνητικά από την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, παρά τη στήριξη που παρέχεται από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία. Πιο συγκεκριμένα, ο ανοδικός κύκλος των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επηρεάσει τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων, ιδίως προς τα νοικοκυριά όπου ο βαθμός ενσωμάτωσης των επιτοκίων της αγοράς είναι μεγαλύτερος.

Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των Μη Χρηματοπιστωτικών Εταιρειών (ΜΧΕ) και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.

Επιπρόσθετα, η ανάγκη παρακολούθησης του κινδύνου δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων το 2023, ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης, επίσης συντελεί σε συγκράτηση των χορηγήσεων εκ μέρους των τραπεζών. Συνολικά, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ αναμένεται να μειωθεί, αλλά θα παραμείνει σε εύρωστα επίπεδα, καθώς θα ενισχυθεί από τα χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης που δημιουργούνται μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων (ΕΣΠΑ, NGEU). Η έκθεση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών στον επιτοκιακό κίνδυνο είναι περιορισμένη. Πιο συγκεκριμένα, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούνται στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία τους επηρεάζονται αρνητικά από την υποχώρηση των τιμών σε περιβάλλον ανόδου των βασικών επιτοκίων.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 80%) του εν λόγω χαρτοφυλακίου αφορά τίτλους που διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους (held to maturity) και άρα δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των τιμών τους, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνεται ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν και πολιτικές αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου. Παρ’ όλα αυτά, ο επιτοκιακός κίνδυνος θα μπορούσε να καταστεί σημαντικός εάν οι τράπεζες υποχρεωθούν σε πώληση των συγκεκριμένων τίτλων για την άντληση ρευστότητας. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντική η διατήρηση των συνθηκών ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, με τη στήριξη των νομισματικών αρχών, ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.  Τέλος, η βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών παραμένει μια σημαντική πρόκληση για τον κλάδο, ιδιαίτερα στο τρέχον περιβάλλον μεταβαλλόμενων διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει σχετικά χαμηλή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος (52%) των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.

Παράλληλα, η αύξηση των επιτοκίων συνεπάγεται αύξηση των δαπανών για τόκους σε μια συγκυρία που οι τράπεζες θα πρέπει να σημειώσουν πρόοδο προς την κάλυψη των Ελάχιστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων. Απαιτείται επομένως ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας. Μια ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία θα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις τράπεζες, καθώς, μέσω και της συνακόλουθης αναβάθμισής τους, θα συνεπάγεται συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους. Ακόμη, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και η υιοθέτηση νέων, ψηφιακών τεχνολογιών αποτελούν πρόσθετες προκλήσεις για τον εγχώριο τραπεζικό τομέα.

Οι προτάσεις της ΤτΕ

Η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας από τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο είναι σημαντική τόσο για τη διατήρηση της ευρωστίας του και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όσο και για την παροχή από τις τράπεζες των αναγκαίων πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Η αύξηση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην οργανική κερδοφορία των τραπεζών. Ως προς τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ), απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσής τους, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

Δεδομένου δε ότι η μείωση των ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποίησης και μεταβίβασης προς επενδυτικά ταμεία, το απόθεμα των ΜΕΔ εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά την πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός χρηματοδότησης από τον τραπεζικό τομέα. Σημειώνεται τέλος ότι σε ορισμένες μη συστημικές τράπεζες η μείωση των ΜΕΔ ήταν πολύ περιορισμένη και το απόθεμα παραμένει σε υψηλό επίπεδο. Η βελτίωση των χρηματοοικονομικών μεγεθών των Λιγότερων Σημαντικών Τραπεζών θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα. Η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των Λιγότερο Σημαντικών Τραπεζών και ενδεχόμενες συγχωνεύσεις μεταξύ τους θα τονώσουν τις δυνάμεις του ανταγωνισμού, παρέχοντας διαφοροποιημένες και περισσότερο ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Η πορεία για το 2022

Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα κατέγραψε αξιοσημείωτη επιτάχυνση το 2022, παραμένοντας σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Η σημαντική άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας και η αύξηση του πληθωρισμού, η οποία διόγκωσε τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων λόγω του αυξημένου κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας, τροφοδότησαν τη ζήτηση τραπεζικών δανείων. Παρομοίως, η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία δημιούργησε κίνητρο πρόνοιας εκ μέρους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) για τη διατήρηση αποθεμάτων πλεονάζουσας ρευστότητας. 

Παράλληλα, η απόσυρση των μέτρων προς αντιμετώπιση των αρχικών φάσεων της πανδημίας, ιδιαίτερα της επιστρεπτέας προκαταβολής και της αναστολής αποπληρωμών τραπεζικών δανείων, οδήγησε σε πρόσθετη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων. Στην πλευρά της προσφοράς τραπεζικής πίστης, θετικά επέδρασαν η παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα, η συνεχιζόμενη αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, καθώς και η σημαντική μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ κινήθηκε ανοδικά το 2022 (8,3%) σε σχέση με το 2021 (5,7%), με τη μηνιαία καθαρή ροή πιστώσεων σχεδόν να τριπλασιάζεται σε ετήσια βάση. 

Η ισχυρή ανάκαμψη των νέων τραπεζικών δανείων το 2022 προήλθε κυρίως από τη χρηματοδότηση προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ αύξηση παρατηρήθηκε και στα καταναλωτικά δάνεια. Η μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή δανείων προς τις μεγάλες επιχειρήσεις υπερδιπλασιάστηκε το 2022 έναντι του 2021, ενώ η αντίστοιχη ροή προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) επίσης κατέγραψε ετήσια αύξηση 35% και αποτέλεσε το 1/5 της συνολικής ροής δανείων προς τις ΜΧΕ. 

Η χορήγηση νέων δανείων προς τις ΜμΕ παρέμεινε σημαντική, χάρη στη συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Επίσης, το δεύτερο εξάμηνο του έτους ξεκίνησαν να χορηγούνται χαμηλότοκα δάνεια προς τις επιχειρήσεις μέσω του προγράμματος του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η συνολική πιστωτική επέκταση προς τις ΜΧΕ κατευθύνθηκε κυρίως στους τομείς της βιομηχανίας (22,7%), της ενέργειας (16,8%) και του εμπορίου (12,8%). Οι τραπεζικές πιστώσεις προς τα νοικοκυριά συνέχισαν να συρρικνώνονται σε ετήσια βάση το 2022, αν και με λιγότερο έντονο ρυθμό σε σχέση με το 2021. 

Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει τη μεταστροφή (το Μάρτιο) και διατήρηση του ρυθμού μεταβολής των καταναλωτικών δανείων σε θετικό επίπεδο για πρώτη φορά μετά το 2010, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων παρέμεινε αρνητικός. Οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα εξακολούθησαν να ενισχύονται το 2022, αν και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους επιβραδύνθηκε λόγω της μείωσης του πραγματικού επιτοκίου καταθέσεων. 

Ειδικότερα, οι ιδιωτικές τραπεζικές καταθέσεις σημείωσαν σωρευτική αύξηση κατά 8,6 δισεκ. ευρώ (ή 5%) το 2022, που αντιστοιχεί περίπου στο 1/2 της ροής του 2021. Ο ρυθμός ανόδου των καταθέσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων επηρεάστηκε αρνητικά από την αύξηση του πληθωρισμού, η οποία, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των ονομαστικών επιτοκίων καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα, οδήγησε σε υποχώρηση του πραγματικού επιτοκίου. 

Οι καταθέσεις των νοικοκυριών το 2022 υποστηρίχθηκαν από τον υψηλό ρυθμό ανάκαμψης της οικονομίας. Η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 6 δισεκ. ευρώ το 2022 (έναντι 8,5 δισεκ. ευρώ το 2021) συνδέεται με την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος, το οποίο ενισχύθηκε από την αύξηση της απασχόλησης και τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης. Από την άλλη πλευρά, αρνητικά επέδρασαν η πραγματοποίηση αναβληθεισών δαπανών από τα νοικοκυριά λόγω της πανδημίας, η αύξηση των δαπανών ως αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού, καθώς και τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια καταθέσεων, τα οποία δεν παρείχαν κίνητρα ενίσχυσης της αποταμίευσης. 

Οι επιχειρηματικές καταθέσεις συνέχισαν να αυξάνονται με επιβραδυνόμενο ρυθμό το 2022, υψηλότερο όμως σε σχέση με το 2019. Η αύξηση των επιχειρηματικών καταθέσεων κατά 3,4 δισεκ. ευρώ το 2022 (έναντι 7,8 δισεκ. ευρώ το 2021) οφείλεται στη σημαντική ενίσχυση του τραπεζικού δανεισμού και στην αισθητή ανάκαμψη του κύκλου εργασιών και των τουριστικών εισπράξεων. Ωστόσο, επιβαρυντικά λειτούργησε η αύξηση του κόστους των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι συνδέεται σε σημαντική έκταση με εισαγόμενα προϊόντα ή πρώτες ύλες. 

Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ επηρέασε προοδευτικά τα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια, με σύνθετα αποτελέσματα για την εγχώρια πιστωτική επέκταση και την εξέλιξη των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, τα οποία λόγω χρονικών υστερήσεων θα συνεχίσουν να εκδηλώνονται για αρκετό χρόνο ακόμη. Τα επιτόκια καταθέσεων διαμορφώθηκαν το 2022 σε πολύ χαμηλά επίπεδα, παρά τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων. 

Σε πραγματικούς όρους, το επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας για ΜΧΕ και νοικοκυριά έγινε εντονότερα αρνητικό. Από την άλλη πλευρά, το κόστος τραπεζικού δανεισμού αυξήθηκε το 2022 για όλα τα είδη πιστώσεων, σε συνέπεια με την ομαλοποίηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο δανεισμού προς τις ΜΧΕ παρουσίασε αύξηση κατά 50 μ.β. το 2022 έναντι του 2021, ενώ ανοδικά κινήθηκε και το μέσο κόστος δανεισμού προς τα νοικοκυριά, λόγω των αυ ξήσεων στα επιτόκια τόσο των καταναλωτικών δανείων (κατά 50 μ.β.) όσο και των στεγαστικών (κατά 36 μ.β.). Ωστόσο, οι ονομαστικές αυξήσεις των επιτοκίων χορηγήσεων παρέμειναν χαμηλότερα επίπεδα από αυτά του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τα πραγματικά επιτόκια να καταγράψουν έντονη αποκλιμάκωση το 2022. 

Η βελτίωση της ποιότητας του ισολογισμού και η αύξηση των επιτοκίων ευνόησαν την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών. Το 2022 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη, κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και της αύξησης των λειτουργικών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες (κυρίως από προμήθειες, έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις κ.λπ.), ενώ μείωση σημείωσαν τα λειτουργικά έξοδα. 

Ταυτόχρονα, τα έσοδα από τόκους ενισχύθηκαν στο σύνολο του 2022, κυρίως λόγω της αύξησης των επιτοκίων στα δάνεια κατά το δεύτερο εξάμηνο. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας το Δεκέμβριο του 2022 βελτιώθηκαν σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2021. Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών αυξήθηκε στο 14,5% (από 13,6% το Δεκέμβριο του 2021) και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου αυξήθηκε στο 17,5% (από 16,2% το Δεκέμβριο του 2021). Και οι δύο δείκτες εξακολουθούν να υπολείπονται σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης. 

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκε περαιτέρω, αλλά το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα ΜΕΔ κατέγραψαν περαιτέρω μείωση στο 8,7% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου το Δεκέμβριο του 2022 (από 12,8% το Δεκέμβριο του 2021), σε σύγκριση με 2,3% σε επίπεδο ευρωζώνης (στοιχεία Σεπτεμβρίου 2022), ενώ όλες οι συστημικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ. 

Το απόθεμα των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών ανήλθε σε 13,2 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2022, μειωμένο κατά 5,2 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2021 και κατά περίπου 95,5 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η σημαντική αυτή βελτίωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις δανείων μέσω της αξιοποίησης του προγράμματος “Ηρακλής” και δευτερευόντως στις εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης και στα μέτρα στήριξης από πλευράς της κυβέρνησης και των τραπεζών για τη διευκόλυνση των δανειοληπτών όσον αφορά τους όρους αποπληρωμής των δανείων τους. 

Σχετικά με τη διάρθρωση των ΜΕΔ, τα 2/3 περίπου αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, το 1/4 περίπου στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά δάνεια. Περίπου το 36% του συνόλου των ΜΕΔ βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης. Ωστόσο, υψηλό ποσοστό δανείων σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

businessdaily-Papaconstantinou-Christina-TtE
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Παπακωνσταντίνου: Πρόκληση για τράπεζες η διεύρυνση της πιστωτικής επέκτασης

Η υποδιοικήτρια της ΤτΕ επισήμανε τις βελτιώσεις που φέρνει το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τους δανειολήπτες καθώς και στην προοπτική επιστροφής των εξυπηρετούμενων κόκκινων δανείων στο τραπεζικό σύστημα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πελαγίδης: Ο ρυθμός ανάπτυξης το 2024 πιθανόν να κυμανθεί στο 2,5%

Ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υπογράμμισε ότι τα χρήματα που είναι διαθέσιμα για την ελληνική οικονομία από την Ευρώπη είναι πολύ σημαντικά, αλλά οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης θα σταματήσουν το 2027.
Stournaras, Trapeza Ellados, TtE
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γ. Στουρνάρας: Απαιτούνται ακόμα πολλές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία

Ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας πιστοποιεί την επιστροφή στην κανονικότητα για τη χώρα, υπογραμμίζοντας χρειάζονται ακόμα πολλά βήματα για φτάσει σε «Α» πιστοληπτική ικανότητα η Ελλάδα.
Xrimata, Money, Metrita, Cash, Metrita
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤτΕ: Στα 5,49 δισ. διαμορφώθηκε το ταμειακό έλλειμμα στο 11μηνο

Στα 56,6 δισ. ευρώ διαμορφώθηκαν τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού, από 49.831 εκατ. ευρώ πέρυσι, ενώ οι δαπάνες ανήλθαν στα 53,47 δισ. ευρώ έναντι των 53.490 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.