Η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού παιδιών και εφήβων κατά της Covid-19 επιβεβαιώνεται από πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση The Lancet Child & Adolescent Health. Η έρευνα, η οποία βασίστηκε σε αναδρομικά δεδομένα από εκατομμύρια νεαρούς ασθενείς στο Ηνωμένο Βασίλειο για την περίοδο 2020-2022, καταδεικνύει ότι οι κίνδυνοι για την υγεία μετά από μόλυνση είναι σημαντικά μεγαλύτεροι σε σύγκριση με τις παρενέργειες του εμβολίου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, παιδιά και έφηβοι κάτω των 18 ετών αντιμετωπίζουν σπάνιους αλλά σοβαρούς κινδύνους υγείας που μπορεί να διαρκέσουν μήνες μετά τη μόλυνση από Covid-19. Αντίθετα, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τον πρώτο εμβολιασμό περιορίζονται κυρίως στην άμεση περίοδο μετά τη χορήγηση και είναι σαφώς χαμηλότεροι, όπως επισημαίνεται για το εμβόλιο της Pfizer.
Η μελέτη απαντά σε ένα κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί την επιστημονική κοινότητα από την αρχή της πανδημίας: κατά πόσο πρέπει να εμβολιάζονται οι νεότερες ηλικίες, δεδομένου ότι οι κίνδυνοι από τη νόσηση θεωρούνται χαμηλότεροι σε σχέση με τους ηλικιωμένους. Παρά το γεγονός ότι τα εμβόλια mRNA, όπως της Pfizer και της Moderna, ενδέχεται σε σπάνιες περιπτώσεις να προκαλέσουν καρδιακά προβλήματα, η μόλυνση από Covid-19 σχετίζεται με ακόμη υψηλότερους καρδιακούς κινδύνους στους νέους.
Μεταξύ των επιπλοκών που αναφέρονται στη μελέτη περιλαμβάνονται «θρομβοεμβολή, θρομβοπενία, μυοκαρδίτιδα και περικαρδίτιδα». Τα αποτελέσματα ενισχύουν τη θέση ότι ο εμβολιασμός των παιδιών και των νέων αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο για τη δημόσια υγεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση των συνεπειών του εμβολιασμού έγινε για άτομα ηλικίας 5 έως 18 ετών, καθώς η χορήγηση εμβολίων σε μικρότερες ηλικίες παραμένει περιορισμένη. Επιπλέον, όπως επεσήμανε ο παιδίατρος Άνταμ Φιν στο Κέντρο Επιστημονικών Μέσων του Ηνωμένου Βασιλείου, τα συμπεράσματα της μελέτης αφορούν τα στελέχη του ιού που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο και όχι τα μεταγενέστερα, λιγότερο επικίνδυνα στελέχη.