Η αντιμετώπιση της εντεινόμενης περιβαλλοντικής κρίσης παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς οι επιχειρήσεις αδυνατούν να γνωστοποιήσουν επαρκώς τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους στα παγκόσμια φυσικά οικοσυστήματα. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η παγκόσμια μελέτη EY 2025 Nature Action Barometer.
Η ανάλυση της EY βασίστηκε σε δημοσιευμένες εκθέσεις 435 εταιρειών διεθνώς, με συνολική χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση άνω των 50 τρισ. δολαρίων.
Η μελέτη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα κλάδων, από τα καταναλωτικά αγαθά και την ενέργεια, έως τη φιλοξενία και την τεχνολογία. Βασικός στόχος είναι η αξιολόγηση του επιπέδου δημοσιοποίησης πληροφοριών για τις επιπτώσεις των επιχειρήσεων στη φύση και την εξάρτησή τους από αυτή, με γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές του Taskforce on Nature-related Financial Disclosures (TNFD).
Παρά το γεγονός ότι το 93% των επιχειρήσεων έχει αρχίσει να εντάσσει τη φύση στις εταιρικές αναφορές, οι σχετικές πληροφορίες συχνά παραμένουν αποσπασματικές. Αυτό δυσχεραίνει τη λήψη αποφάσεων από επενδυτές, θεσμικούς φορείς και ρυθμιστικές αρχές σε κρίσιμους τομείς, όπως ο κίνδυνος, η διακυβέρνηση και οι επενδύσεις.
Ενδεικτικό είναι ότι μόλις το 26% των εταιρειών περιλαμβάνει στις εκθέσεις τους δεδομένα που ευθυγραμμίζονται με το TNFD, γεγονός που υποδηλώνει σημαντικό έλλειμμα διαφάνειας γύρω από τις επιπτώσεις, τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που συνδέονται με το φυσικό περιβάλλον.
Ακόμη πιο περιορισμένη είναι η δημοσίευση εξειδικευμένων εκθέσεων για τη φύση, με μόλις 13% των επιχειρήσεων να δημοσιοποιεί αυτόνομες εκθέσεις προόδου ή να ενσωματώνει σχετική πληροφόρηση στις υπάρχουσες αναφορές τους, βάσει των συστάσεων του TNFD.
Η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε με βάση τις 14 συστάσεις του TNFD, εξετάζοντας τη συνέπεια και την ακρίβεια των δημοσιοποιήσεων ως προς την κάλυψη και την ευθυγράμμιση με το διεθνές πλαίσιο.
Στις τέσσερις βασικές θεματικές ενότητες – διακυβέρνηση, στρατηγική, διαχείριση κινδύνων και επιπτώσεων, δείκτες και στόχοι – οι εταιρείες εμφανίζουν μεγαλύτερη συνέπεια στον τομέα της διακυβέρνησης (87% κάλυψη, 31% ευθυγράμμιση).
Ωστόσο, στη στρατηγική, ενώ η κάλυψη φτάνει το 72%, η ευθυγράμμιση περιορίζεται στο 23%. Στους δείκτες και τους στόχους, η ευθυγράμμιση είναι ακόμη χαμηλότερη, μόλις 22%.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, αν και οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν τη σημασία της ενσωμάτωσης του περιβάλλοντος στη διοικητική τους ατζέντα, η εφαρμογή συγκεκριμένων στρατηγικών και η μέτρηση της προόδου παραμένουν σε αρχικό στάδιο.
Ιδιαίτερα χαμηλό παραμένει το ποσοστό των εταιρειών που θέτουν σαφείς στόχους με θετικό αποτύπωμα για τη φύση. Μόλις το 3% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι επιδιώκει "nature-positive" αποτελέσματα, δηλαδή δράσεις που στοχεύουν στην ενεργή αποκατάσταση και προστασία των οικοσυστημάτων, πέρα από την αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων.
Σε γεωγραφικό επίπεδο, οι αναφορές σύμφωνα με τις συστάσεις του TNFD είναι υψηλές ανεξαρτήτως περιοχής. Το 91% των επιχειρήσεων στην αμερικανική ήπειρο δηλώνει κάποιας μορφής συμμόρφωση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 94% στις περιοχές Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Ινδίας και Αφρικής (EMEIA), καθώς και Ασίας-Ειρηνικού (APAC).
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, η Κιάρα Κόντη, Εταίρος και Επικεφαλής των Υπηρεσιών Βιώσιμης Ανάπτυξης της EY Ελλάδος, τόνισε πως τα επιστημονικά δεδομένα για την κλιματική κρίση και την απώλεια βιοποικιλότητας επιβάλλουν αλλαγή στη λήψη αποφάσεων.
Οι επιχειρήσεις καλούνται να βασίσουν τη διακυβέρνηση και τη στρατηγική τους σε εξειδικευμένη κατανόηση των εξαρτήσεων και επιπτώσεων του επιχειρηματικού μοντέλου στο φυσικό κεφάλαιο, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία τους σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον.