Δυο ολόκληρα χρόνια πριν την ιταλική εισβολή του 1940 και την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο ξεκίνησαν οι οικονομικές αψιμαχίες μεταξύ Ελλάδας, Γερμανίας και Βρετανίας. Γερμανία και Βρετανία αναζητούσαν τρόπους για να ενισχύσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, και να τις οδηγήσουν στο πλευρό τους εν όψει το επερχόμενου πολέμου.
Από το 1938 η στενή εξάρτηση των βαλκανικών οικονομιών με την Γερμανία είχε προκαλέσει την κινητοποίηση της Βρετανίας και το Treasury, μέσω της ενίσχυσης των εμπορικών συναλλαγών, επιδίωκε να περιορίσει τις ελληνογερμανικές εμπορικές συναλλαγές και κατ’ επέκταση την επιρροή της Γερμανίας στην Ελλάδα. Στόχος των Άγγλων ήταν μέσω της αγορά ελληνικών καπνών και άλλων προϊόντων να αποκτήσουν προνομιακές οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα, προσπάθεια που δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία κυρίως λόγω της αδυναμίας των Βρετανών να προσφέρουν καλύτερες τιμές από αυτές των γερμανικών εταιριών.
Η εισβολή στην Πολωνία
Το ξέσπασμα του πολέμου, με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, μετέβαλε τις βρετανικές προτεραιότητες και η ενίσχυση των συναλλαγών με την Ελλάδα απέκτησαν στρατηγική και πολιτική σημασία.
Έτσι λίγες ημέρες μετά η βρετανική κυβέρνηση προχώρησε σε μεγάλες κρατικές παραγγελίες αγροτικών προϊόντων και μεταλλευμάτων. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε να περιορίσει τις εξαγωγές στη Γερμανία, με αντάλλαγμα τη διέλευση βασικών αγαθών από τον βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό της Μεσογείου. Παράλληλα οι Βρετανοί ασκούσαν μεγάλες πιέσεις για την ναύλωση των πλοίων των Ελλήνων εφοπλιστών, κάτι που οι τελευταίοι δεν ήθελαν εξαιτίας των χαμηλών τιμών.
Στις 26 Ιανουαρίου 1940 Ελλάδα και Αγγλία υπέγραψαν μια μεγάλη εμπορική συμφωνία με την οποία η Ελλάδα δεσμεύτηκε να περιορίσει τις εξαγωγές πρώτων υλών, κυρίως μεταλλευμάτων, στη Γερμανία, με αντάλλαγμα την τροφοδοσία της Ελλάδας με βασικά αγαθά όπως σιτηρά, πετρέλαιο. Ταυτόχρονα η Βρετανία δεσμεύονταν να αγοράζει χρωμίτη από την Ελλάδα.
Με την συμφωνία η Ελλάδα ουσιαστικά εγκατέλειπε την ουδετερότητα, που αποτελούσε την επίσημη πολιτικής της μέχρι τότε, προσχωρώντας στον οικονομικό πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Η συμφωνία Ελλάδας – Αγγλίας παρέμεινε μυστική ενώ η Ελλάδα για να παραπλανήσει την γερμανική πλευρά, και την αθέτηση των εμπορικών της υποχρεώσεων, επικαλούνταν σειρά τεχνικών δυσκολιών. Έχοντας συμφωνήσει να παραλαμβάνει κάρβουνο και να επιστρέφει τα γερμανικά βαγόνια με μεταλλεύματα, η κυβέρνηση δήλωνε ελλείψεις προσωπικού στους σιδηροδρόμους και άφηνε τα γερμανικά φορτηγά φορτωμένα στις αποβάθρες – στην πραγματικότητα τα γερμανικά προϊόντα παρέμεναν καθηλωμένα με υπόδειξη της κυβέρνησης.
Τα capital cantrols
Η γερμανική εισβολή στην Πολωνία, προκάλεσε την πρώτη μεγάλη τραπεζική κρίση στην Ελλάδα με τους πολίτες ανησυχώντας για τις εξελίξεις να σπεύδουν στις τράπεζες να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος ωστόσο κατάφερε να αναχαιτίσει τον πανικό και να κερδίσει την πρώτη μάχη προσφέροντας απεριόριστη ρευστότητα στις εμπορικές τράπεζες. Η κυκλοφορία χαρτονομισμάτων αυξήθηκε κατά 35%, και οι πολίτες βλέποντας τις τράπεζες να λειτουργούν κανονικά ανέκτησαν την εμπιστοσύνη τους και οι καταθέσεις ανέκαμψαν.
Η επιβολή των capital controls μπορεί να απεφεύχθει τον χειμώνα του 1939 ωστόσο λίγους μήνες η ιταλική εισβολή της 28ης Οκτωβρίου 1940 στην χώρα μας δεν άφησε πολλά περιθώρια στη χώρα μας και την κεντρική τράπεζα. Η είδηση της εισβολής, μεταδόθηκε αστραπιαία και προκάλεσε έντονη ανησυχία στους πολίτες οι οποίοι έσπευσαν ξανά στα ταμεία των τραπεζών για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους.
Την ημέρα κήρυξης του πολέμου, την 28η Οκτωβρίου, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είχε πολλές επιλογές: ανακοίνωσε την επιβολή περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών: οι πολίτες θα μπορούσαν να πραγματοποιούν αναλήψεις καταθέσεων ποσού που αντιστοιχούσε μέχρι το 5% του υπολοίπου κάθε λογαριασμού ανά μήνα, με ανώτατο όριο τις 10.000 δραχμές.
Με την επιβολή των capital controls το 1940 οι τράπεζες απέφυγαν τα χειρότερα ωστόσο ήταν μια μάχη που δύσκολα μπορούσε να κερδηθεί: η χρηματοδότηση των πολεμικών δαπανών ήταν δυσβάσταχτο βάρος για τη χώρα μας. Οι στρατιωτικές δαπάνες εκτοξεύτηκαν ενώ τα δημόσια έσοδα άρχισαν να υποχωρούν μην αφήνοντας άλλα περιθώρια πλην της προσφυγής στην εκτυπωτική μηχανή. Από την έναρξη του πολέμου μέχρι τον Απρίλιο του 1941, 9,41 δις. δραχμές εισέρευσαν στην οικονομία, διπλασιάζοντας σχεδόν την κυκλοφορία του χρήματος. Και αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην νομισματική διάλυση και την πληθωριστική έκρηξη που ακολούθησε στα χρόνια της κατοχής.