Στη βελτίωση των θεμελιωδών δεδομένων για τον τραπεζικό τομέα εστιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.
Όπως σημειώνει σε αυτή τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών βελτιώθηκαν περαιτέρω το εννεάμηνο του 2024. Συγκεκριμένα, οι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκαν, ενώ η κερδοφορία των τραπεζικών ομίλων παρέμεινε ικανοποιητική.
Σε αυτό συνετέλεσαν, μεταξύ άλλων, η καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία το 2023. Ως αποτέλεσμα, οι οίκοι αξιολόγησης προχώρησαν πρόσφατα σε αναβαθμίσεις των σημαντικών τραπεζών, διατηρώντας τις προοπτικές θετικές.
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε ατομική βάση μειώθηκε σημαντικά το Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2023 και διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στις ενέργειες για την εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου ορισμένων τραπεζών στο πλαίσιο της επικείμενης ένταξης τιτλοποιήσεων ΜΕΔ στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής”.
Παράλληλα η ΤτΕ σημειώνει ότι παραμένουν προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα και ως εκ τούτου χρειάζεται εγρήγορση ώστε να επιτευχθεί περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών, που θα οδηγήσει σε περαιτέρω σύγκλιση προς το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης αλλά και να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η διατήρηση υψηλής κερδοφορίας αναμένεται να επιτευχθεί με αύξηση της δανειοδότησης της οικονομίας, η οποία θα αντισταθμίσει ενδεχόμενες καθοδικές πιέσεις στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο από τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Η πορεία καταθέσεων και χορηγήσεων
Τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας, μετά την ανοδική τάση που ακολουθούσαν επί ένα έτος περίπου, παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα κατά το δ΄ τρίμηνο του 2023 και τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 στην πλειονότητα των κατηγοριών, παρά τις πραγματοποιηθείσες μειώσεις στα επιτόκια πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Εκτιμάται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να περιορίσουν τις εκροές αποταμιευτικών πόρων από τους λογαριασμούς προθεσμίας προς εναλλακτικές τοποθετήσεις, αναβάλλουν την προσαρμογή των επιτοκίων που προσφέρουν στους καταθέτες.
Κατά τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 το υπόλοιπο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική αύξηση κατά 0,7 δισεκ. ευρώ, λόγω της ανάκαμψης των επιχειρηματικών καταθέσεων, ενώ η άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών ήταν πιο περιορισμένη. Ως αποτέλεσμα, το υπόλοιπο των ιδιωτικών καταθέσεων διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο του 2024 σε 195,5 δισεκ. ευρώ.
Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών υποχώρησε το τρέχον έτος, σε συνέπεια με τη μείωση των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος και την παρατηρηθείσα αποκλιμάκωση του κόστους αναχρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές κεφαλαίων και ομολόγων.
Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών δανείων προς τις ΜΧΕ το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2024 ενισχύθηκε και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 8,5%, έναντι μέσης τιμής 6,5% το 2023. Η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις συνδέεται με την ενίσχυση της ζήτησης τραπεζικών δανείων, ιδίως εκ μέρους των μεγάλων επιχειρήσεων. Tην παροχή επιχειρηματικών πιστώσεων υποβοήθησαν τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας αναπτυξιακών φορέων, καθώς και τα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης των επενδυτικών σχεδίων τα οποία εντάσσονται στο Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά έγινε λιγότερο αρνητικός τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 (-1,1%) σε σύγκριση με τη μέση τιμή του 2023 (-2,4%). Αυτή η εξέλιξη οφείλεται αφενός στα στεγαστικά δάνεια, τα οποία κατέγραψαν ηπιότερο ρυθμό συρρίκνωσης, και αφετέρου στην καταναλωτική πίστη, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας ήταν θετικός και συνέχισε να επιταχύνεται.
Ευνοϊκότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες
Οι προσδοκίες των επενδυτών για τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη και τις ΗΠΑ έχουν κινηθεί καθοδικά και συγκλίνουν προς τους αντίστοιχους στόχους της ΕΚΤ και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Ειδικότερα, οι επενδυτές διαμόρφωσαν, ήδη από το τέλος του γ΄ τριμήνου του 2023, προσδοκίες για μειώσεις επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες διεθνώς. Κατά συνέπεια, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες διεθνώς σήμερα είναι ευνοϊκότερες σε σύγκριση με δώδεκα μήνες πριν.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αποδόσεις των κρατικών και εταιρικών ομολόγων έχουν μειωθεί, περισσότερο για τα ομόλογα βραχύτερης διάρκειας, συμβάλλοντας στη σημαντική βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Εντούτοις, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς από την αυξημένη διεθνή γεωπολιτική και μακροοικονομική αβεβαιότητα.
Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν ακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις των αποδόσεων των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Ταυτόχρονα, οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων για την ελληνική οικονομία οδηγούν σε σημαντικά αυξημένη συμμετοχή των επενδυτών στις νέες εκδόσεις ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη πτώση του κόστους δανεισμού του.
Κατά τη διάρκεια του 2024 παρατηρήθηκαν αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη μείωση του κόστους δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και άρα συμβάλλει θετικά στα καθαρά επιτοκιακά τους έσοδα. Αντίστοιχα, οι αποδόσεις των ομολόγων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) καταγράφουν μείωση από τις αρχές του 2024.
Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) σημείωσαν ισχυρή άνοδο έως τα τέλη Οκτωβρίου. Οι τραπεζικές μετοχές παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το γενικό δείκτη του ΧΑ, σε συνάφεια κυρίως με την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ίδιων των τραπεζών.