Οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία είναι καλύτερες από ό,τι για τις βασικές οικονομίες της ευρωζώνης τα επόμενα ή δύο χρόνια, αλλά η έλλειψη εργατικού δυναμικού θα διατηρήσει την ανάπτυξη χαμηλότερη από ό,τι σε άλλες «περιφερειακές» οικονομίες, ιδίως στην Ισπανία, όπως επισημαίνει σε έκθεσή της η Capital Economics.
Σύμφωνα με τον οίκο η έλλειψη εργατικού δυναμικού θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει περαιτέρω επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει μικρή χαλάρωση στην αγορά εργασίας, ενώ ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας μειώνεται και η μετανάστευση είναι πεισματικά χαμηλή.
Η ελληνική οικονομία εμφανίζει ισχυρή πορεία τα τελευταία χρόνια. Το δ’ τρίμηνο του 2024, το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 9,7% μεγαλύτερο από το προ πανδημίας επίπεδο, ενώ η συνολική οικονομία της ευρωζώνης είχε επεκταθεί μόνο κατά 4,7%. Η υπεραπόδοση της Ελλάδας υποστηρίχθηκε από τη μεγάλη αύξηση της απασχόλησης, η οποία αυξήθηκε κατά 8% μεταξύ του 4ου τριμήνου του 2019 και του τρίτου τριμήνου του 2024.
Η αύξηση της απασχόλησης, με τη σειρά της, οφείλεται εξ ολοκλήρου στη μείωση του επιπέδου της ανεργίας και όχι στην αύξηση του μεγέθους του εργατικού δυναμικού. Πράγματι, το ποσοστό ανεργίας σχεδόν στο μισό από 17% τον Δεκέμβριο του 2019 σε 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το εργατικό δυναμικό παρέμεινε στο ίδιο μέγεθος.
Ωστόσο, η αγορά εργασίας φαίνεται τώρα πολύ στενή και υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους υπάρχει αμφιβολία ότι η απασχόληση θα αυξηθεί πολύ τα επόμενα χρόνια:
- Πρώτον, το φυσικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα είναι πιθανώς γύρω στο 8-9%, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν περιορισμένα περιθώρια να μειωθεί πολύ περισσότερο. Η μόνη φορά που η ανεργία ήταν κάτω από το 9% στην Ελλάδα ήταν μεταξύ 2006 και 2008, εν μέσω μιας μη βιώσιμης έκρηξης. Και ενώ από τότε έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας της χώρας, δεν είναι σαφές ότι έχουν μειώσει ουσιαστικά το ουδέτερο ποσοστό ανεργίας. Εξάλλου, ένα ποσοστό ρεκόρ επιχειρήσεων ανέφερε ότι η εργασία ως περιορισμός στην παραγωγή το 2024.
- Δεύτερον, η Ελλάδα έχει πολύ αδύναμες δημογραφικές προοπτικές με τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας να μειώνεται ραγδαία. Αυτό υποδηλώνει ότι το εργατικό δυναμικό είναι επίσης πιθανό να μειωθεί τα επόμενα χρόνια. Ο πληθυσμός 15-64 ετών στην Ελλάδα έχει συρρικνωθεί κατά μέσο όρο 0,7% ετησίως τα τελευταία πέντε χρόνια και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι θα μειωθεί έως και 0,9% ετησίως τα επόμενα χρόνια, μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις στην ευρωζώνη.
- Τρίτον, η ιστορικά χαμηλή μετανάστευση σημαίνει ότι είναι απίθανο οι μετανάστες να καλύψουν μεγάλο μέρος των ελλείψεων εργατικού δυναμικού στο μέλλον. Σε έντονη αντίθεση με ορισμένες από τις άλλες ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες του Νότου στην ευρωζώνη, ιδίως την Πορτογαλία και την Ισπανία, η Ελλάδα γνώρισε πράγματι πτώση του εργατικού δυναμικού που γεννήθηκε στο εξωτερικό τα τελευταία δύο χρόνια. Και φαίνεται απίθανο αυτή η τάση να αλλάξει αρκετά για να αντισταθμίσει τη μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη χώρα.
Ομολογουμένως, το ποσοστό συμμετοχής στην Ελλάδα έχει αυξηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, σε μεγάλο βαθμό λόγω των μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος που εφαρμόστηκαν τη δεκαετία του 2010. Όμως, ενώ αναμένεται ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση απλώς θα αντισταθμίσει τη μείωση του μεγέθους του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, όπως συνέβη τα τελευταία πέντε χρόνια.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η προσφορά εργασίας θα αποτελέσει σημαντικό περιορισμό για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια και μάλιστα θέτει ορισμένους καθοδικούς κινδύνους για την πρόβλεψή για ανάπτυξη της οικονομίας κατά 2% το 2025 και το 2026. Εν γένει, πάντως, η Capital Economics εκτιμά ότι η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται λόγω της αυξανόμενης παραγωγικότητας, η οποία υποστηρίχθηκε από τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων της ΕΕ.
Η Ελλάδα θα ξεπεράσει την ευρωζώνη στο σύνολό της, η οποία εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί μόλις κατά 0,8% ετησίως κατά μέσο όρο τα επόμενα δύο χρόνια. Επίσης, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, προβλέπεται ότι οι προοπτικές για τα ελληνικά δημόσια οικονομικά είναι αρκετά ευοίωνες για το άμεσο μέλλον.