ΓΔ: 1801.93 -0.81% Τζίρος: 185.75 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:01
Φωτο: Shuttestock

DBRS: Οι μεταρρυθμίσεις σημείο - κλειδί για την ελληνική ανάπτυξη

Αναγκαία η δημιουργία ενός περισσότερο βιώσιμου αναπτυξιακά μοντέλου για την Ελλάδα. Οι αλλαγές από την κρίση χρέους έως και σήμερα.

Την πορεία της ελληνικής οικονομίας από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έως και σήμερα εξετάζει σε έκθεσή του ο οίκος αξιολόγησης DBRS, τονίζοντας ότι έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές που θωρακίζουν την πορεία της ανάπτυξης. 

Τονίζει ότι οι προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία είναι αρκετές, όπως αυτές γεωπολιτικού χαρακτήρα, ενώ επισημαίνει – όπως και το σύνολο των αναλυτών εγχώριων και ξένων- ότι το σημείο – κλειδί παραμένει η προώθηση περισσότερων μεταρρυθμίσεων.

Σύμφωνα με τον οίκο κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, και παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ υπερέβη τον μέσο όρο της ευρωζώνης κάθε χρόνο από το 2021, με τις τελευταίες προβλέψεις να δείχνουν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί. 

Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανάκαμψης μετά από χρόνια αρνητικής ανάπτυξης, αλλά και της βελτίωσης των θεμελιωδών της μεγεθών λόγω δημοσιονομικών και οικονομικών προσαρμογών. Πλέον, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι περισσότερο προσανατολισμένες στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, λιγότερο προσανατολισμένες στην κατανάλωση-χρέος και εμφανίζουν λιγότερες ανισορροπίες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Η οικονομική δραστηριότητα επεκτάθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση το 2023 και το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 2% πέρυσι, υποστηριζόμενο από την ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των εξαγωγών και των επενδύσεων. 

 

Αν και με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης φέτος, καθώς η ανάκαμψη και η ανθεκτικότητα υποστηρίζεται από τις εισροές κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), μαζί με την έντονη ιδιωτική κατανάλωση και τον ενισχυμένο τραπεζικό τομέα. Οι αναδυόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων, πιθανότατα θα δοκιμάσουν την οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας στο μέλλον. Αυτό θα απαιτήσει επαγρύπνηση στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων για την περαιτέρω μετάβαση σε ένα πιο διαφοροποιημένο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο. 

Η παρατεταμένη κρίση στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2009 και είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 26% έως το 2018. Μετά από μια περίοδο βραδείας ανάπτυξης την περίοδο 1980-1995, η είσοδος στη ζώνη του ευρώ σηματοδότησε μια περίοδο ισχυρής ανάπτυξης με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κοντά στο 4% από το 1996 έως το 2007, η οποία υποστηρίχθηκε από το χαμηλό κόστος δανεισμού, τη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και το περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού.

Ωστόσο, η ανάπτυξη σε αυτή τη φαινομενικά ταχέως αναπτυσσόμενη δυναμική οικονομία καθοδηγήθηκε κυρίως από την πιστωτική επέκταση που τροφοδοτήθηκε από το εξωτερικό και οδήγησε σε μη βιώσιμα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα. Η καθοδηγούμενη από την κατανάλωση ανάπτυξη οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για κατοικίες, αγαθά και υπηρεσίες λιανικής πώλησης, προκαλώντας μια έξαρση στους μη εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, όπως τα ακίνητα, οι κατασκευές, οι τράπεζες και το λιανικό εμπόριο. 

Η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ο κύριος συντελεστής του πραγματικού ΑΕΠ την περίοδο 1995-2000, με μερίδιο 68% του ΑΕΠ, ενώ οι συνολικές εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ αντιστοιχούσαν σε περίπου 17%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ για την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές ήταν 55% και 26%, αντίστοιχα, για την ίδια περίοδο. 

Η τάση αυτή συνεχίστηκε ακόμη και μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001. Παρά τα αναμενόμενα οφέλη από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, όπως η σταθερότητα των τιμών, η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, το χαμηλό κόστος συναλλαγών και η βαθύτερη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση, οι συνολικές εξαγωγές και ιδίως οι εξαγωγές αγαθών παρέμειναν χαμηλές. Για την περίοδο 2001-2008 οι συνολικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν το 20% του ΑΕΠ σε σχέση με το 32% για την ΕΕ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αύξηση των μισθών στους μη εμπορεύσιμους τομείς αυξήθηκε ραγδαία, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές σε ολόκληρη την οικονομία και μειώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. 

Κατά την περίοδο 2000-2008, το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε σχεδόν κατά 32%. Αυτό επιδεινώθηκε από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η γραφειοκρατία στον δημόσιο τομέα, η άκαμπτη αγορά εργασίας, οι κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και το αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα. Η χώρα γνώρισε επίσης μια έκρηξη των επενδύσεων με τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου να αυξάνεται στο 25% κατά μέσο όρο μεταξύ 2001-2008, σε σχέση με το 22% για την ΕΕ. 

Ωστόσο, επικεντρώθηκε κυρίως σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως τα ακίνητα, οδηγώντας σε μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και τελικά σε υψηλές δημοσιονομικές ανισορροπίες. Ωστόσο, η τάση αυτή διακόπηκε από την κρίση του δημόσιου χρέους, την πολιτική αστάθεια και παράγοντες όπως το επακόλουθο χαμηλότερο πολιτικό κόστος της μείωσης των δημόσιων επενδύσεων σε σύγκριση με τις τρέχουσες δαπάνες. Οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν σε περίπου 11% του ΑΕΠ το 2015.

Η Ελλάδα ανέλαβε τρία προγράμματα προσαρμογής από το 2010 έως το 2018, εφαρμόζοντας μια σειρά οικονομικών, δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα, τη δημοσιονομική της θέση και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, με την καθιέρωση ευέλικτων μορφών απασχόλησης και την προσαρμογή των μισθών ώστε να αντανακλούν τα επίπεδα παραγωγικότητας. 

Την περίοδο 2009-2018, το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά περίπου 9%, με το ποσοστό ανεργίας να διαμορφώνεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024 από 28,1% τον Σεπτέμβριο του 2013. Έχουν επίσης εφαρμοστεί πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στις αγορές προϊόντων και το άνοιγμα προηγουμένως «κλειστών» επαγγελμάτων», βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας. 

Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών έχουν αυξηθεί σημαντικά, φθάνοντας το 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 52%, σύμφωνα με τη Eurostat. Η παρατηρούμενη αύξηση των εισαγωγών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις υψηλότερες εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών, λόγω της αύξησης της επενδυτικής δραστηριότητας. Μετά από χρόνια καταθλιπτικών επιπέδων επενδύσεων στην Ελλάδα, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) άρχισε να αυξάνεται σιγά-σιγά το 2020. 

Από 12,3% το 2020 οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έφθασαν το 15,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, υποστηριζόμενες από την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0). Ενώ οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΙΠΕΔ θα βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει το χάσμα της με τους Ευρωπαίους ομολόγους της τα επόμενα δύο χρόνια, η αύξηση των επενδύσεων θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να παρέχει πιστώσεις στις επιχειρήσεις, καθώς και από την ικανότητα της χώρας να προσελκύσει επενδυτές μεσοπρόθεσμα.

 Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αντιμετωπίζει αναδυόμενες προκλήσεις για τη διάρκεια και την ανθεκτικότητά της. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την τόνωση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και την αξιοποίηση των εξωτερικών κεφαλαίων θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τα κληροδοτήματα της κρίσης, να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει περαιτέρω την ανάπτυξη μετά τη λήξη των κονδυλίων της ΕΕ επόμενης γενιάς.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γιατί δεν ανησυχεί την Ελλάδα η μεγάλη καταιγίδα στην αγορά ομολόγων

Η χειρότερη εβδομάδα για τα γερμανικά ομόλογα από το 1990. Μεγάλη αύξηση αποδόσεων στην ευρωζώνη. Ξεχώρισαν θετικά τα ελληνικά ομόλογα με μείωση spread από τα bunds. Το «αθόρυβο» ρεκόρ της μείωσης χρέους κατά 6 δισ. ευρώ.