Έντονες επιφυλάξεις για την κυβερνητική πρόθεση δημιουργίας Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας του Καταναλωτή και Εποπτείας της αγοράς εκφράζει η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ), με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης Θεόδωρου Θεοδωρικάκου.
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο υπουργός, η νέα αρχή θα διαθέτει διοικητή με πενταετή θητεία, 300 ελεγκτές και ψηφιακά εργαλεία, ενώ θα αναλάβει αρμοδιότητες όπως η επιβολή προστίμων σε εμπόρους, προμηθευτές και επιχειρήσεις, καθήκοντα που μέχρι σήμερα ανήκαν στη ΔΙΜΕΑ.
Η Ένωση τονίζει ότι η δημιουργία μιας νέας ανεξάρτητης αρχής δεν αποτελεί πανάκεια και δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως λύση, «διαδικασία» στο πρόβλημα της ακρίβειας.
Όπως σημειώνει, η μετακύλιση των ευθυνών από την πολιτική ηγεσία σε μια ανεξάρτητη δομή ενέχει τον κίνδυνο αποποίησης της πολιτικής ευθύνης για τη δυσμενή θέση των καταναλωτών.
«Η αντιμετώπιση της ακρίβειας δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια τυπική διαδικασία ελέγχου και επιβολής προστίμων. Ελπίζουμε πως η νέα πρωτοβουλία δεν αποσκοπεί στην απομάκρυνση της κυβέρνησης από τις πολιτικές της ευθύνες», επισημαίνει η Ένωση.
Η ΕΕΚΕ καλεί το υπουργείο να προχωρήσει με ουσιαστικές εγγυήσεις συμμετοχής των κοινωνικών φορέων στη διοίκηση της νέας αρχής.
Συγκεκριμένα, ζητά την παρουσία εκπροσώπων του πρωτογενούς τομέα και καταναλωτικών ενώσεων στα όργανα διοίκησης, όπως προβλέπεται και από το άρθρο 3, παρ. 1 του Ν. 3051/2002, που αναφέρει ότι τα μέλη ανεξάρτητων αρχών πρέπει να διαθέτουν κύρος, επιστημονική κατάρτιση ή επαγγελματική εμπειρία σχετική με την αποστολή τους.
«Η συμμετοχή των εκπροσώπων παραγωγών και καταναλωτών θα αποτελέσει απτή απόδειξη ότι κάτι αλλάζει πραγματικά στην πολιτική αντιμετώπιση της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας», υπογραμμίζει η Ένωση.
Η Ένωση καταλήγει τονίζοντας ότι η επιτυχία της νέας αρχής θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα επιτρέψει σε καταναλωτές και παραγωγούς να έχουν λόγο στις αποφάσεις και να επηρεάζουν τη λειτουργία της αγοράς.
Μόνο έτσι, σημειώνει, θα μπορέσει να επιτευχθεί μια πραγματική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το κράτος αντιμετωπίζει τα φαινόμενα ακρίβειας και αθέμιτων πρακτικών.