Η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται σε συστημική απειλή, εάν δεν ληφθούν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα για μετάβαση και προσαρμογή, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Μιλώντας στο 2ο Διεθνές Συνέδριο του ΤΜΕΔΕ, που πραγματοποιείται στην Αθήνα υπό την αιγίδα της Τράπεζας της Ελλάδος και του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, ο κ. Στουρνάρας χαρακτήρισε «θαύμα» την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην ελληνική ανάπτυξη μέχρι σήμερα.
Ο διοικητής επισήμανε ότι οι φυσικές καταστροφές, όπως η κακοκαιρία «Daniel» στη Θεσσαλία, επηρεάζουν όχι μόνο νοικοκυριά και επιχειρήσεις αλλά και το τραπεζικό σύστημα, οδηγώντας σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τόνισε πως ο ευρωπαϊκός Νότος, και ιδιαίτερα η λεκάνη της Μεσογείου, αντιμετωπίζει αυξημένο κλιματικό κίνδυνο, όπως επιβεβαιώνεται από πρόσφατες μελέτες.
Αναφορικά με τις επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι μόνο για την ενεργειακή μετάβαση, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται επιπλέον επενδύσεις ύψους 3-3,5% του ΑΕΠ ετησίως έως το 2030, δηλαδή περίπου 500-550 δισ. ευρώ τον χρόνο. Επισήμανε τη συμβολή του ευρωπαϊκού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένου του RRF, αλλά υπογράμμισε ότι καθίσταται πλέον αναγκαία η ουσιαστική κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα, μέσω και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό.
Σχετικά με τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών, ο διοικητής ανέφερε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν από τις πρώτες που δημιούργησαν ειδική μονάδα για την κλιματική αλλαγή, εντάσσοντας τη σχετική διάσταση στη στρατηγική, τις προβλέψεις και τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής. Εκτελούνται κλιματικά stress tests και διαμορφώνονται εποπτικές προσδοκίες ώστε τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια να λαμβάνουν υπόψη τόσο τους φυσικούς κινδύνους όσο και τους κινδύνους μετάβασης.
Οι επενδύσεις στην προσαρμογή και ανθεκτικότητα, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, προσφέρουν «τριπλό μέρισμα»: προστατεύουν πολίτες και υποδομές, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και ενισχύουν την κοινωνική ετοιμότητα έναντι της κλιματικής κρίσης.
Ειδική αναφορά έγινε στον κατασκευαστικό κλάδο, ο οποίος διαδραματίζει καίριο ρόλο στην προσαρμογή, μέσω νέων υλικών, έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και λύσεων αστικής προσαρμογής, όπως η σκίαση και τα ψυχρά υλικά. Όπως σημείωσε, «όλα περνούν μέσα από τις κατασκευές».
Στο θέμα της ασφάλισης φυσικών καταστροφών, ανέδειξε το μεγάλο ασφαλιστικό κενό στην Ελλάδα, με μόλις το 4% των ζημιών να είναι ασφαλισμένο, έναντι 25% στην Ευρώπη. Τόνισε την ανάγκη συνεργειών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και ενίσχυσης της κουλτούρας αποταμίευσης και ασφάλισης μεταξύ πολιτών και επιχειρήσεων.
Αναφερόμενος στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο διοικητής επανέλαβε ότι η χώρα έχει διανύσει σημαντική απόσταση από την περίοδο της κρίσης, όταν τα δίδυμα ελλείμματα έφτασαν το 15% του ΑΕΠ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας έχει αυξηθεί από το 62% του μέσου ευρωπαϊκού όρου το 2020 στο 70% σήμερα, με ετήσια βελτίωση 1%-1,5%.
Κύριοι μοχλοί ανάπτυξης αποτελούν οι επενδύσεις, που αυξήθηκαν από 11% του ΑΕΠ το 2019 σε 17% σήμερα, και οι μεταρρυθμίσεις, ειδικά στη μείωση της γραφειοκρατίας, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, την αντιμετώπιση του δημογραφικού και τη γεφύρωση του χάσματος δεξιοτήτων.
Για τον πληθωρισμό, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την Ευρωζώνη, λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης που ενισχύεται από τον ισχυρό τουρισμό και τον ανεπαρκή ανταγωνισμό σε ορισμένες αγορές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές να παραμένουν υψηλές ακόμη και όταν υποχωρούν οι διεθνείς τιμές πρώτων υλών.
Τόνισε ότι η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η είσοδος περισσότερων επιχειρήσεων στην αγορά είναι κρίσιμη για τη συγκράτηση των τιμών.
Τέλος, ο διοικητής υπογράμμισε τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής σταθερότητας, η οποία επέτρεψε στις κυβερνήσεις να λάβουν δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις, οδηγώντας τη χώρα εκτός κρίσης. Επεσήμανε ότι η αποφυγή ενός περιβάλλοντος παρατεταμένης αστάθειας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της οικονομικής προόδου και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, με πρώτη την κλιματική αλλαγή.