Τη σημασία του μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού στις υποδομές, ως κρίσιμου παράγοντα για τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, αναδεικνύει ο πρόεδρος του Ταμείου Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΜΕΔΕ), Κωνσταντίνος Μακέδος.
Σε δηλώσεις του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, με αφορμή το 2ο Διεθνές Συνέδριο του Ταμείου με θέμα «Redefining the Future Horizons - Σχεδιάζοντας τις βιώσιμες στρατηγικές του αύριο», ο κ. Μακέδος επισημαίνει ότι προτεραιότητα του ΤΜΕΔΕ είναι η ανάδειξη των προκλήσεων της εποχής και η συμβολή του κατασκευαστικού κλάδου σε ένα ανθεκτικό αναπτυξιακό μοντέλο.
Όπως σημειώνει, το συνέδριο ανέδειξε την ανάγκη για έναν ρεαλιστικό και αποτελεσματικό οδικό χάρτη που θα συνδέει επιστημονική γνώση, πρακτική εφαρμογή, καινοτομία και κοινωνική ευθύνη. Η εκδήλωση αποτέλεσε πεδίο διαλόγου μεταξύ του τεχνικού κόσμου, της Πολιτείας, της επιχειρηματικής και επιστημονικής κοινότητας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, εστιάζοντας σε επίκαιρα ζητήματα που απαιτούν ουσιαστικές λύσεις.
Η ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα δεν αποδίδεται μόνο σε παροδικούς παράγοντες, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης ή οι κοινοτικοί πόροι, αλλά αντανακλά μια διατηρήσιμη δυναμική. Αυτή η δυναμική ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και προωθεί τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας, με τη βοήθεια μεταρρυθμίσεων που προσελκύουν ιδιωτικές επενδύσεις.
Ωστόσο, προκλήσεις όπως η γραφειοκρατία και στρεβλώσεις του παρελθόντος εξακολουθούν να υφίστανται.
Ο κλάδος καταγράφει αξιοσημείωτη ανάπτυξη την τελευταία πενταετία, με την αξία παραγωγής να αυξάνεται από 7,1 δισ. ευρώ το 2020 σε 15,7 δισ. ευρώ το 2024. Από αυτό το ποσό, 6,15 δισ. ευρώ αφορούν κατοικίες και 9,59 δισ. ευρώ άλλα κτίρια και έργα υποδομών.
Παρά την πρόοδο, η Ελλάδα παραμένει στην τελευταία θέση της ΕΕ ως προς το ποσοστό επενδύσεων στις κατασκευές, με 6% του ΑΕΠ, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 10,9%.
Η επόμενη ημέρα για τον κατασκευαστικό τομέα απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό και υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ο σωστός σχεδιασμός μειώνει το κόστος και επιταχύνει την ολοκλήρωση των έργων.
Ο μακροπρόθεσμος εθνικός σχεδιασμός δεν περιορίζεται στη δημιουργία νέων έργων, αλλά δίνει έμφαση και στον έλεγχο, τη συντήρηση και την αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών, διασφαλίζοντας τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων.
Νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και προοπτικές υποδομών
Με την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026, η Ελλάδα καλείται να αξιοποιήσει νέες ευρωπαϊκές πηγές χρηματοδότησης, όπως το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο, το Ταμείο Εκσυγχρονισμού και το Ταμείο Απανθρακοποίησης Νήσων.
Αυτά τα εργαλεία αναμένεται να συμβάλουν στη μείωση του ενεργειακού κόστους, την ανάπτυξη τεχνολογιών ΑΠΕ και την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών.
Το ζητούμενο είναι η διαμόρφωση ενός βιώσιμου και ανθεκτικού μοντέλου ανάπτυξης που θα συνδυάζει ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους, έργα ΣΔΙΤ και παραχώρησης, καθώς και εκδόσεις green και blue bonds με κριτήρια ESG, προσελκύοντας θεσμικούς επενδυτές και private equity funds.
Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν και οι χρηματοδοτήσεις από διεθνείς οργανισμούς, όπως η EBRD, το IMF και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Οι υποδομές αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της βιωσιμότητας κάθε κοινωνίας, καθορίζοντας την ποιότητα ζωής, την ασφάλεια και τη δημιουργία επενδυτικού περιβάλλοντος. Λειτουργούν επίσης ως μηχανισμός προστασίας απέναντι στην κλιματική κρίση, τις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας και την ενεργειακή αβεβαιότητα.
Η σύγχρονη εποχή απαιτεί ρεαλιστικό και στοχευμένο σχεδιασμό, ώστε οι υποδομές να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις του μέλλοντος, όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η πράσινη μετάβαση.
Η ενσωμάτωση ελέγχων και προηγμένων τεχνολογιών από το στάδιο της μελέτης διασφαλίζει την ανθεκτικότητα και τη μακροχρόνια αξία των έργων.