Η τιμή του αργού πετρελαίου Brent ακολουθεί πτωτική πορεία από τις αρχές του 2025, καταγράφοντας συνολική μείωση κοντά στο 20%.
Παρά τις παροδικές ανοδικές κινήσεις που προκαλούν οι γεωπολιτικές εντάσεις, όπως οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και οι αμερικανικές κυρώσεις σε ρωσικές εταιρείες, η γενική τάση παραμένει καθοδική.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι τιμές του πετρελαίου κατέγραψαν τέταρτη διαδοχική ετήσια πτώση.
Οι εκτιμήσεις για το 2026 προβλέπουν ότι η μέση τιμή του Brent θα διαμορφωθεί στα 60 δολάρια ανά βαρέλι, από 81 δολάρια το 2024, ενώ στη συνέχεια αναμένεται ήπια άνοδος στα 65 δολάρια.
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στην ενισχυμένη παγκόσμια προσφορά και τη χαμηλή αύξηση της ζήτησης, παρά τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές αβεβαιότητες.
Η ενίσχυση της παραγωγής τόσο από χώρες του ΟΠΕΚ όσο και από παραγωγούς εκτός ΟΠΕΚ, με κυρίαρχο ρόλο τις ΗΠΑ, έχει οδηγήσει σε σημαντικό πλεόνασμα πετρελαίου.
Για το τρίτο τρίμηνο του 2025, το παγκόσμιο πλεόνασμα εκτιμάται στα 2,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως, αποτέλεσμα και των υψηλότερων στόχων παραγωγής του ΟΠΕΚ.
Για το 2025 και το 2026, η προσφορά πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, με τη μεγαλύτερη συμβολή να προέρχεται από τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική.
Περίπου το ήμισυ της αύξησης του 2025 αναμένεται να προέλθει από τον ΟΠΕΚ, χάρη στους υψηλότερους παραγωγικούς στόχους.
Αντίθετα, η ζήτηση επηρεάζεται αρνητικά από τις αμερικανικές δασμολογικές πολιτικές, που επιβαρύνουν το διεθνές εμπόριο και περιορίζουν την κατανάλωση πετρελαίου, ειδικά σε αγορές όπως η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αυξημένη διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων και οι βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση ενισχύουν τη διαρθρωτική υποχώρηση της ζήτησης.
Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά αύξηση μόλις 0,8 εκατ. βαρελιών ημερησίως το τρίτο τρίμηνο του 2025, με την κινεζική ζήτηση να διατηρείται κάτω από τα ιστορικά επίπεδα.
Παρά την αφθονία προσφοράς, η αγορά πετρελαίου παραμένει ευάλωτη σε νέες γεωπολιτικές εντάσεις.
Επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές στη Ρωσία και την Ουκρανία, καθώς και οι κυρώσεις της Δύσης σε μεγάλες ρωσικές εταιρείες, ενισχύουν την αβεβαιότητα για τη ρωσική προσφορά, που αντιπροσωπεύει το 9% της παγκόσμιας παραγωγής.
Οι επιθέσεις έχουν μειώσει τη δυνατότητα διύλισης της Ρωσίας κατά περίπου 500.000 βαρέλια ημερησίως, προκαλώντας εσωτερικές ελλείψεις καυσίμων και μείωση στις εξαγωγές.
Οι νέες κυρώσεις των ΗΠΑ σε ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες ενδέχεται να διαταράξουν περαιτέρω τις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, δημιουργώντας πιέσεις στις τιμές.
Ο αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από τη στάση βασικών αγοραστών όπως η Ινδία και η Κίνα, αλλά και από τη δυνατότητα των ρωσικών εταιρειών να βρουν εναλλακτικές αγορές.
Σε περίπτωση αυξημένης αποτελεσματικότητας των κυρώσεων, η πλεονάζουσα προσφορά το 2026 ενδέχεται να περιοριστεί, οδηγώντας σε άνοδο της τιμής του Brent.