Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, μιλώντας στους πολιτικούς συντάκτες, ανέδειξε τις σημαντικές μειώσεις φορολογίας για τους ελεύθερους επαγγελματίες που υλοποιεί η κυβέρνηση, τονίζοντας ότι οι ελαφρύνσεις αυτές δεν είναι αμελητέες και παρέχουν σημαντικά οφέλη.
Όπως σημείωσε, οι ελεύθεροι επαγγελματίες αντιμετώπιζαν επί σειρά ετών ένα περιβάλλον που «ποινικοποιούσε» την επιχειρηματικότητα, κάτι που η κυβέρνηση επιχειρεί να ανατρέψει με στοχευμένες παρεμβάσεις.
Ο κ. Μαρινάκης απάντησε σε επικρίσεις περί αδιαφορίας της κυβέρνησης προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, είχαν και πολιτικό κόστος.
Ωστόσο, υπογράμμισε πως γίνονται προσπάθειες ώστε, όπου εντοπίζονται αδικίες, να διορθώνονται όσο το δυνατόν περισσότερο.
Παραθέτοντας συγκεκριμένα παραδείγματα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε στο καθεστώς φορολόγησης ελευθέρων επαγγελματιών για εισόδημα ύψους 15.000 ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του, το 2019 ο συντελεστής για τα πρώτα 10.000 ευρώ ήταν 22% (περίπου 2.200 ευρώ), ενώ σήμερα έχει μειωθεί στο 9% (900 ευρώ).
Για τα επόμενα 5.000 ευρώ, ο φόρος από 29% διαμορφώνεται είτε στο 20% για αυτούς άνω των 30 ετών, είτε στο 9% για τους κάτω των 30 ετών, με περαιτέρω μειώσεις για οικογένειες με παιδιά.
Επιπλέον, καταργήθηκε το τέλος επιτηδεύματος των 650 ευρώ μετά την πρώτη πενταετία και η εισφορά αλληλεγγύης που κυμαινόταν από 2% και, σε εισόδημα σαν το προαναφερθέν, αντιστοιχούσε σε περίπου 300 ευρώ ετησίως.
Συνολικά, προκύπτει ελάφρυνση της τάξης των 2.000–3.000 ευρώ ανάλογα με την ηλικία και την οικογενειακή κατάσταση του επαγγελματία σε σχέση με το 2019.
Επισήμανε, τέλος, πως το επιβαρυντικό ασφαλιστικό καθεστώς του νόμου Κατρούγκαλου, που συνδύαζε φόρους με ασφαλιστικές εισφορές χωρίς ανταποδοτικότητα στις συντάξεις, δεν συνυπολογίζεται στη σύγκριση, καθώς εστιάζει αποκλειστικά στους φόρους.
Αναφερόμενος στην πρόσφατη κοινή προσφορά Chevron και Helleniq Energy, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε τη στρατηγική σημασία της εξέλιξης για τον ελληνικό ενεργειακό τομέα και τις διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ. Όπως ανέφερε, η συμφωνία αυτή αποτελεί «την πιο ηχηρή απάντηση σε όσους αμφισβητούν με παράνομο τρόπο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο».
Παράλληλα, τόνισε ότι η Ελλάδα προχωρά με σταθερά βήματα στην ενεργειακή πολιτική, σε αντίθεση με πολιτικές που αποσκοπούν σε πρόσκαιρες εντυπώσεις.
Σε ερώτηση για ενδεχόμενη μείωση ΦΠΑ και σε άλλες περιοχές πέραν των ακριτικών νησιών, ο κ. Μαρινάκης διευκρίνισε ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η υλοποίηση των ήδη εξαγγελθέντων μέτρων, ώστε να γίνουν απτά στην καθημερινότητα των πολιτών. Επανέλαβε τη δέσμευση για επιστροφή της ανάπτυξης και των πλεονασμάτων στην κοινωνία, μέσω δίκαιων φοροελαφρύνσεων.
Σημείωσε πως έχουν ήδη μειωθεί ή καταργηθεί πάνω από 80 φορολογικοί συντελεστές, μια πολιτική που αποτελεί στρατηγική επιλογή σε αντίθεση με τις τακτικές υπερφορολόγησης παλαιότερων δεκαετιών.
Ο κ. Μαρινάκης τόνισε ακόμη ότι, παρ’ ότι δεν απορρίπτονται επί της αρχής οι μειώσεις έμμεσων φόρων –όπως ο ΦΠΑ– η κυβέρνηση δίνει έμφαση στις μειώσεις άμεσων φόρων, και ειδικότερα του φόρου εισοδήματος, που επιτρέπει και πιο στοχευμένες πολιτικές για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Αναλύοντας το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης του ΦΠΑ, υπογράμμισε ότι κάθε μονάδα ΦΠΑ συνεπάγεται δημοσιονομικό κόστος περίπου 1 δισ. ευρώ. Για παράδειγμα, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα από 13% σε 6% θα κόστιζε πάνω από 1,1 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε περισσότερο από το μισό προϋπολογισμένο πακέτο της ΔΕΘ.
Ανέφερε επίσης πως αντίστοιχες πολιτικές σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, είχαν ως αποτέλεσμα την επιστροφή του ΦΠΑ σε προηγούμενα επίπεδα αλλά και νέα αύξηση τιμών. Επομένως, ακόμα και αν υπήρχε περιθώριο μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα, αυτό θα σήμαινε περιορισμό άλλων σημαντικών μέτρων στην οικονομία.
Υπογράμμισε επίσης ότι η μείωση του ΦΠΑ δεν διασφαλίζει πάντοτε τη μετακύλιση του οφέλους στους τελικούς καταναλωτές, κάτι που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε τη στήριξη της μεσαίας τάξης και των οικογενειών με παιδιά, μέσω μειώσεων του φόρου εισοδήματος, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε όσους έχουν αυξημένες ανάγκες. Παράλληλα, έγινε εκ νέου αναφορά στη μείωση του ανώτατου συντελεστή για εισοδήματα 40.000–60.000 ευρώ από 44% σε 39%, ενισχύοντας τη μεσαία τάξη και τα εύπορα νοικοκυριά.
Συνοψίζοντας, ο κ. Μαρινάκης επισήμανε πως οι επιλογές στην οικονομική πολιτική καθορίζονται από τα δημοσιονομικά περιθώρια και τη στρατηγική βούληση για μια πιο δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Αναφορικά με την ευρωπαϊκή οδηγία για τον ΦΠΑ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ξεκαθάρισε ότι «ενσωματώθηκε το σκέλος που ήταν υποχρεωτικό» και ότι οι πληροφορίες περί μερικής ενσωμάτωσης είναι αναληθείς.
Τέλος, παρέπεμψε στο έργο του υπουργείου Οικονομικών για τη μείωση τόσο των άμεσων όσο και των έμμεσων φόρων, τονίζοντας ότι η κυβερνητική στρατηγική παραμένει η προτεραιοποίηση των άμεσων φορολογικών ελαφρύνσεων, ανάλογα με τα διαθέσιμα έσοδα.