Αυξημένες εξουσίες για ελέγχους χωρίς φραγμούς κατά τον έλεγχο της διακίνησης του μαύρου χρήματος αποκτούν οι μονάδες της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με τον νέο Επιχειρησιακό σχεδιασμό που προβλέπει ο η απόφαση του προέδρου, Χαράλαμπου Βουρλιώτη.
Οι υπηρεσίες της ΑΚΝΕΕΔ, θα έχουν πλήρη πρόσβαση στα αρχεία όλων των φορέων δημόσιων και ιδιωτικών και σε κάθε περιουσιακό στοιχείο των ελεγχόμενων σε Ελλάδα και εξωτερικό, όταν υπάρχουν υπόνοιες για «μαύρο χρήμα».
Καθορίζεται επίσης η διαδικασία ελέγχων των τραπεζικών λογαριασμών και των θυρίδων, όπως και η διαδικασία δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκομένων, μέχρι να ερευνηθεί η υπόθεση.
Το κυνήγι του «μαύρου» χρήματος
Σύμφωνα με τον νέο επιχειρησιακό σχεδιασμό, που περιγράφεται στην απόφαση οι Μονάδες της Αρχής:
- Έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας Αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, στα δεδομένα και αρχεία της διατραπεζικής εταιρίας «Τειρεσίας Α.Ε.», καθώς και σε άλλες πληροφορίες που επιτρέπουν την έγκαιρη εξακρίβωση οποιωνδήποτε προσώπων κατέχουν ακίνητη περιουσία, μεταξύ άλλων μέσω μητρώων ή ηλεκτρονικών συστημάτων ανάκτησης δεδομένων. Όπου λειτουργούν ηλεκτρονικά συστήματα δημόσιας Αρχής ή οργανισμού, η πρόσβαση γίνεται μέσω της απευθείας σύνδεσης με αυτά.
- Μπορούν να ζητούν στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Ενημερώνουν εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τους διαβιβάζοντες τις πληροφορίες ότι τις έλαβαν και τους παρέχουν άλλα σχετικά στοιχεία, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών τους και δεν δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα αιτήματα της Αρχής εκτελούνται κατά προτεραιότητα.
- Σε σοβαρές, κατά την κρίση τους, υποθέσεις, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα, καθώς και σε οποιοδήποτε ελεγχόμενο ή διερευνώμενο από αυτές φυσικό ή νομικό πρόσωπο για να διερευνηθεί η τέλεση των εγκλημάτων του παρόντος, συνεργαζόμενες, αν κριθεί αναγκαίο, με τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.
- Ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν σε ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων προσώπων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
- Μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, με την προϋπόθεση τήρησης της διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα (άρθρο 19), και ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
Χωρίς απόρρητα
Παράλληλα τονίζεται, πως έναντι των Μονάδων της Αρχής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο.
Για την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλους φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής οι Μονάδες χρησιμοποιούν διαύλους επικοινωνίας που διασφαλίζουν πλήρως την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου είναι εφικτό, τεχνολογίες αιχμής που επιτρέπουν την ανώνυμη σύγκριση δεδομένων.
Ποιοι και πώς θα ελέγχουν
Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες διαρθρώνεται σε τρείς μονάδες κκαι ειδικότερα:
- Α' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών που είναι αρμόδια για τη λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
- Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Αρχής, ο οποίος μπορεί να διατάξει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, για να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο Πρόεδρος αίρει την προσωρινή δέσμευση ή την αναστολή. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται με τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη Αρχή άλλου κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Β' Μονάδα Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων, το προσωπικό της οποίας προβαίνει στη συγκέντρωση, καταγραφή, ανάλυση και αξιολόγηση πληροφοριών που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο και αφορούν ξέπλυμα χρήματος. Διερευνά και αξιολογεί επίσης πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους συνεργάζεται στο πλαίσιο διεθνών υποχρεώσεων και μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών, παρέχοντας κάθε δυνατή συνδρομή για τη διευκόλυνση της διεθνούς συνεργασίας.
Επίσης, το προσωπικό της Μονάδας διενεργεί όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες για την εφαρμογή των μέτρων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων,
Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση, σύμφωνα με την έννοια του παρόντος νοείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίησή τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων. - Γ' Μονάδα Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, η οποία δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων και προβαίνει κατά την κρίση της σε δειγματοληπτικό ή στοχευμένο έλεγχο των δηλώσεων αυτών εφαρμόζοντας κριτήρια και τεχνικές ανάλυσης κινδύνου.
Στο πλαίσιο αυτό διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Ο έλεγχος, εκτός από τη διαπίστωση της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει τη διακρίβωση κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσής τους.
Μετά το πέρας του ελέγχου, αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεχθέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή.