Μεταξύ 45 και 50 δισ. ευρώ υπολογίζεται η παραοικονομία στην Ελλάδα, η οποία κινείται σε επίπεδα υψηλότερα από το μέσο όριο στην ΕΕ, αλλά με έχει φθίνουσα πορεία λόγω της επέκτασης των ψηφιακών συναλλαγών και πληρωμών.
Αυτό επισημαίνεται σε ειδική μελέτη του ΚΕΠΕ, στην οποία επιχειρείται η προσέγγιση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, καθώς και των αιτιών που την τροφοδοτούν, μεταξύ των οποίων είναι και ο μεγάλος όγκος της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα.
Όπως σημειώνεται, στη μελέτη της ερευνήτριας του ΚΕΠΕ, Άρτεμις Στρατοπούλου, η φοροδιαφυγή αποτελεί μέρος της παραοικονομίας, αλλά ο ορισμός και η μέτρηση της παραοικονομίας παραμένουν αντικείμενο συζήτησης. Η παραοικονομία αναφέρεται επίσης ως «κρυφή» οικονομία, «γκρίζα» οικονομία, «μαύρη» ή «λαθραία» οικονομία, «οικονομία μετρητών» ή «ανεπίσημη» οικονομία.
Σύμφωνα με μελέτη που επικαλείται το επίπεδο της ανεπίσημης οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδιαίτερα με τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
Πιο συγκεκριμένα, το 2022, το επίπεδο της ανεπίσημης οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ανήλθε στο 20,9% του ΑΕΠ (περίπου 45-50 δισ. ευρώ) 3,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27.
Μεταξύ 2003-2022, το μέσο επίπεδο της ανεπίσημης οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα καταγράφηκε στο 23,7% (του ΑΕΠ) σε σύγκριση με 12% και 12,3% στην Ιρλανδία και στη Γερμανία, αντίστοιχα.
Ακόμη και σε σύγκριση με χώρες με παρόμοιες οικονομικές συνθήκες, όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, και η Ισπανία, η ανεπίσημη δραστηριότητα στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερη. Το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία ήταν κατά μέσο όρο 21,5%, 18,5% και 18,7%, αντίστοιχα, την περίοδο 2003-2022.
Ωστόσο, πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα κατέγραψε αξιοσημείωτη μείωση 7,3% μεταξύ 2003 και 2022.
Τι τροφοδοτεί τη φοροδιαφυγή
Μελέτες καταδεικνύουν, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, πως οι κύριουι παράγοντες που διατηρούν σε υψηλά επίπεδα την παραοικονομία στην Ελλάδα, μεταξύ των χωρών της ΕΕ είναι το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης, ακολουθούμενο από την έμμεση φορολογία, το ποσοστό ανεργίας, τη φορολογική ηθική, τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και το ρυθμιστικό πλαίσιο (regulatory burden), όπως αυτό μετράται από τον δείκτη επιχειρηματικής ελευθερίας.
Σε όλες τις χώρες, ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζει το μέγεθος της παραοικονομίας είναι το επίπεδο αυτοαπασχόλησης, το οποίο στην Ελλάδα συμβάλλει κατά 37,6%, σε σύγκριση με 31% στην Ιταλία, 31,1% στην Πορτογαλία και 23,8% στην Ισπανία.
Τονίζεται, σχετικά, πώς εάν το επίπεδο της αυτοαπασχόλησης είναι υψηλό, τότε και το ποσοστό συμμετοχής στην παραοικονομία θα είναι υψηλό. Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το μέσο επίπεδο αυτοπασχόλησης ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης μεταξύ 2003-2023 ήταν 34,6% στην Ελλάδα, 24,3% στην Ιταλία, 20,6% στην Πορτογαλία και 17% στην Ισπανία, καταδεικνύοντας ένα σημαντικά υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες. Άλλες παράμετροι που ενισχύουν την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή είναι:
- Οι έμμεσοι φόροι που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεγέθους της παραοικονομίας. Οι υψηλοί συντελεστές έμμεσων φόρων και οι συχνές πληρωμές με μετρητά στις επιχειρήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε φοροδιαφυγή μεγάλης κλίμακας, ιδίως σε οικονομίες όπως η Ελλάδα, όπου οι συντελεστές ΦΠΑ ήταν υψηλοί και οι ηλεκτρονικές συναλλαγές περιορισμένες μέχρι πρόσφατα.
- Η υψηλή ανεργία συμβάλλει και αυτή σημαντικά στην παραοικονομία (18%). Στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά κατά 17,6 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2013 (υψηλότερο ποσοστό στο 27,7%) και του 2024 (10,1%).
- Η φορολογική ηθική διαδραματίζει επίσης καταλυτικό ρόλο, με συμμετοχή 10,4% στο μέγεθος της παραοικονομίας. Όπως εξηγείται, η χαμηλή ποιότητα των θεσμών, οι αναποτελεσματικοί κρατικοί θεσμοί, τα πολύπλοκα φορολογικά και ρυθμιστικά συστήματα, η απουσία ενός ευέλικτου νομικού πλαισίου και η διαφθορά είναι οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της παραοικονομίας στις περισσότερες χώρες.
- Η ποιότητα των θεσμών στην Ελλάδα θεωρείται ιστορικά ανεπαρκής (ή χαμηλή) και κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σε συγκεκριμένους βασικούς θεσμούς, όπως το κράτος δικαίου, η ποιότητα των ρυθμιστικών μηχανισμών, ο έλεγχος της διαφθοράς, η συμμετοχή και λογοδοσία, και η πολιτική σταθερότητα.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η βαθμολογία που αποδίδεται στον δείκτη «αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης» υπήρξε συστηματικά χαμηλή για την Ελλάδα. Εν λόγω δείκτης, κυμαινόμενος από -2,5 (χειρότερη βαθμολογία) έως 2,5 (καλύτερη βαθμολογία), αποτυπώνει την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και συνδέεται στενά με την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Η Ελλάδα είχε μέση βαθμολογία 0,43.
Πώς θα μειωθεί η παραοικονομία στην Ελλάδα
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα περιορίζεται το κενό ΦΠΑ, το οποίο, όμως παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ, ωστόσο, παρουσιάζει πτωτική τάση, υποδηλώνοντας ότι η φορολογική συμμόρφωση έχει βελτιωθεί σημαντικά, ιδίως από το 2018 και έπειτα.
Ο δείκτης του ελλείμματος συμμόρφωσης στον ΦΠΑ λειτουργεί ως μια προσέγγιση των εσόδων από τον ΦΠΑ που χάνονται λόγω απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, δόλιων πτωχεύσεων και χρηματοοικονομικής αφερεγγυότητας ή εσφαλμένων υπολογισμών.
Το κενό στον ΦΠΑ εκτιμήθηκε σε 13,71% της συνολικής φορολογικής υποχρέωσης ΦΠΑ το 2022, καταγράφοντας μια αξιοσημείωτη μείωση 16,28 ποσοστιαίων μονάδων από το 2011 (υψηλότερο ποσοστό στο 30%).
Παράλληλα, το 2024, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η Ελλάδα κατέγραψε υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, αντανακλώντας τα οφέλη που αποκόμισε, μεταξύ άλλων και από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν σημαντικά στην επίτευξη των στόχων φορολογικής συμμόρφωσης. Ωστόσο, για το 2025, είναι απαραίτητο να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν οι παρεμβάσεις του 2024 που οδήγησαν στη μείωση της φοροδιαφυγής. Οι παρεμβάσεις περιλαμβάνουν:
- την καθολική δήλωση των εσόδων και εξόδων μιας επιχείρησης στην πλατφόρμα myData,
- την καθολική λειτουργία της ψηφιακής βάσης δεδομένων πελατών,
- την έναρξη της υποχρεωτικής εφαρμογής του ψηφιακού δελτίου αποστολής διακινούμενων προϊόντων,
- νέα συστήματα ελέγχου για την αυτόματη παρακολούθηση της εξέλιξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών κάθε υπόχρεου,
- την αποτελεσματικότερη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης με στόχο την περαιτέρω μείωση της γραφειοκρατίας,
- την καθολική επέκταση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης,
- την ενθάρρυνση της χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών.