Την περαιτέρω αξιοποίηση και επέκταση της μεθόδου φορολογικών ελέγχων με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου συστήνει μελέτη του ΚΕΠΕ, καθώς περιορίζει το κόστος των ελέγχων αφετέρου έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Πρόκειται για το «Risk Analysis», το οποίο ήδη χρησιμοποιείται από την ΑΑΔΕ και κατευθύνει τους φορολογικούς ελέγχους με συγκεκριμένα κριτήρια και με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, θέτοντας σε προτεραιότητα υποθέσεις που έχουν μεγάλο φορολογικό ενδιαφέρον, εξοικονομώντας πόρους και χρόνο.
Η μελέτη του ΚΕΠΕ στηρίζεται στην ανάλυση των αποτελεσμάτων του Risk Analysis από τις φορολογικές αρχές 21 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα, και προτείνει την επέκταση της εφαρμογής μεθόδων ανάλυσης κινδύνου σε επιμέρους τομείς φορολογικού ελέγχου και την ανάπτυξη σύγχρονων διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων στο σύνολο των λειτουργιών της φορολογικής διοίκησης.
Οι διαδικασίες επιλογής φορολογικών υποθέσεων για έλεγχο με τυχαίο τρόπο, οι οποίες εφαρμόστηκαν εκτενώς κατά το παρελθόν από τις φορολογικές διοικήσεις, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές, καθώς από τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά συμμόρφωσης διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των φορολογουμένων και ως εκ τούτου απαιτείται η ανάπτυξη μιας στοχευμένης στρατηγικής ελέγχων.
Μεταξύ των άλλων το ΚΕΠΕ παρατηρεί ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ασκούν αρνητική και στατιστικά σημαντική επίδραση στη φορολογική προσπάθεια, υποδηλώνοντας ότι οι οικονομίες με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης αδυνατούν να συλλέξουν τα φορολογικά έσοδα που αντιστοιχούν στη φοροδοτική τους ικανότητα.
Ομοίως, το ύψος των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων επηρεάζει δυσμενώς την είσπραξη των δυνητικών φορολογικών εσόδων της χώρας σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της.
Το κενό αυτό, έρχεται να καλύψει το «Risk Analysis», μέσω του οποίου επιτυγχάνεται ο εντοπισμός των φορολογικών υποθέσεων για έλεγχο, οι οποίες παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο μη συμμόρφωσης και ταυτόχρονα αυξημένη πιθανότητα προσδιορισμού πρόσθετων φόρων και επιβολής κυρώσεων λόγω της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης.
Με την τεχνική επιλογής υποθέσεων βάσει κριτηρίων κινδύνου δημιουργείται ένα «προφίλ» για κάθε φορολογούμενο και αποδίδεται ορισμένη βαθμολογία σύμφωνα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία και πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στη φορολογική διοίκηση με βάση τα συμπεράσματα προηγούμενων ελέγχων στο σύνολο των φορολογουμένων.
Η μέθοδος αυτή συνδυάζει τα οφέλη των προηγούμενων τεχνικών επιλογής φορολογικών υποθέσεων, ξεπερνώντας τυχόν ζητήματα μειωμένης αποδοτικότητας των ελέγχων.
Ωστόσο η εφαρμογή της απαιτεί την πραγματοποίηση σημαντικών δαπανών απόκτησης δεδομένων μέσω διαχείρισης εσωτερικών φορολογικών στοιχείων, πρόσβασης σε δεδομένα τρίτων, ανάπτυξης τεχνολογιών πληροφορικής για την επεξεργασία των στοιχείων και αξιοποίησης μεθόδων τεχνητής νοημοσύνης για τη βαθμολογική κατάταξη και εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης κάθε φορολογικής οντότητας.
Οι διαπιστώσεις του ΚΕΠΕ
Τα συμπεράσματα της μελέτης του ΚΕΠΕ η εφαρμογή τεχνικών επιλογής υποθέσεων φορολογικού ελέγχου βάσει κριτηρίων ανάλυσης κινδύνου συνοψίζονται στα ακόλουθα:
- Συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων της φορολογικής διοίκησης.
- Αυξάνουν την αποδοτικότητα των ελέγχων της φορολογικής διοίκησης στις χώρες που εμφανίζουν χαμηλότερο επίπεδο διακυβέρνησης.
- Συμβάλλουν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων αναλογικά με την αύξηση της φορολογικής βάσης, η οποία μετράται με τον δείκτη του ΑΕΠ.
- Έχουν μικρότερη απόδοση στις οικονομίες με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.
- Μειώνουν το κόστος λειτουργίας της φορολογικής διοίκησης, επιτυγχάνοντας πληρέστερη αξιοποίηση της φοροδοτικής της ικανότητας.
- Περιορίζουν το επίπεδο φοροαποφυγής των επιχειρήσεων και ασκούν αυξητική επίδραση στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων.
Απόρρητη η μέθοδος
Στις περισσότερες φορολογικές διοικήσεις τα κριτήρια ανάλυσης κινδύνου είναι απόρρητα, προκειμένου να αποφευχθούν στρατηγικές συμπεριφορές των φορολογουμένων που στόχο έχουν να βελτιώσουν τους τρόπους φοροδιαφυγής και να αποφύγουν τα κριτήρια κινδύνου που εφαρμόζει η εφορία.
Για τον λόγο αυτό παρέχεται αυστηρή σύσταση στα όργανα της φορολογικής διοίκησης να τηρούνται εμπιστευτικά τα επιμέρους κριτήρια ανάλυσης κινδύνου.
Παράλληλα όμως διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, η ανακοίνωση από τη φορολογική διοίκηση της εφαρμογής μιας γενικής προσέγγισης με βάση τον κίνδυνο, ενδέχεται να αποτελέσει παράγοντα συμμόρφωσης. Έτσι η ανακοίνωση ότι πραγματοποιείται διασταύρωση των στοιχείων των φορολογικών δηλώσεων με δεδομένα τραπεζικών, χρηματοοικονομικών, ασφαλιστικών και άλλων μη καθορισμένων πηγών, ενδέχεται να βελτιώσει το επίπεδο συμμόρφωσης των φορολογουμένων προκειμένου να αποφευχθεί ο εντοπισμός τους.
Πότε χτυπάει καμπαανάκι στην ΑΑΔΕ
Όπως έχει αποκαλύψει το BD το σύστημα ανάλυσης κινδύνου που εφαρμόζει η ΑΑΔΕ για την επιλογή των υποθέσεων που ελέγχονται κατά προτεραιότητα και το οποίο ενισχύεται και με την AI, βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και αξιοποιεί δεδομένα τα οποία προέρχονται από το αρχείο του Taxisnet, τα myDATA, το περιουσιολόγιο, καθώς από πηγές τρίτων φορέων, όπως τράπεζες, ΓΕΜΗ, ΕΦΚΑ κ.λπ.
Επιπλέον, ένα ποσοστό (έως 10%) των υποθέσεων επιλέγεται τυχαία, εφόσον υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκκρεμείς διαχειριστικές περίοδοι, διασφαλίζοντας έτσι έναν βαθμό απρόβλεπτου στη διαδικασία ελέγχου.
Κατά τη διαδικασία για τον εντοπισμό φορολογουμένων με τάσεις προς τη φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, οι ενδείξεις που χτυπούν καμπανάκι και αναδεικνύονται μέσα από τα μοντέλα πρόβλεψης κινδύνου της ΑΑΔΕ είναι τα εξής:
- Ενδείξεις φοροδιαφυγής ή παραβατικότητας.
- Μη υποβολή δηλώσεων.
- Ασυνήθιστα οικονομικά στοιχεία (υποθέσεις με μεγάλα πιστωτικά υπόλοιπα ΦΠΑ που δεν δικαιολογούνται από τη δραστηριότητα, υπέρογκα ποσά ενδοκοινοτικών συναλλαγών ή μεγάλα ακαθάριστα εισοδήματα σε σχέση με τον κύκλο εργασιών).
- Κατασχέσεις ή απώλειες βιβλίων και στοιχείων.
- Επαναλαμβανόμενα αιτήματα από άλλα κράτη μέλη για την παροχή στοιχείων για φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
- Υποθέσεις με επικείμενη παραγραφή και υψηλά ποσά.
Κατόπιν, η ΑΑΔΕ βάσει των προβαίνει την κατάρτιση λίστας των ελεγχόμενων στόχων μέσα από:
- Τον προσδιορισμό ενδείξεων κινδύνου: Ανάλυση δεδομένων και ιστορικού φορολογικής συμπεριφοράς.
- Την αξιολόγηση κινδύνου: Χρήση ποσοτικών και ποιοτικών μεθόδων για την εκτίμηση της πιθανότητας και σοβαρότητας των παραβάσεων.
- Την κατάρτιση προφίλ κινδύνου: Ομαδοποίηση υποθέσεων ανάλογα με το επίπεδο επικινδυνότητας.
- Την απόφαση για την έναρξη ελέγχου: Διαβίβαση πληροφοριών στις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες.
- Τη διενέργεια ελέγχου: Εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών εξέτασης.
Τη μελέτη που περιέχεται στο 58ο τεύχος των Οικονομικών Εξελίξεων του ΚΕΠΕ, συνέταξαν οι Χαράλαμπος Καλλιγοσφύρης (PhD, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης & Τεχνολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ΑΑΔΕ, Ελένη Καλαμαρά (PhD, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ΑΑΔΕ), Ζαχαρίας Δερμάτης (επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης & Τεχνολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου) και Αθανάσιος Αναστασίου (καθηγητής, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης & Τεχνολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου).