Τη στρατηγική κατεύθυνση για την αναμόρφωση του αμυντικού δόγματος της χώρας, παρουσίασε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, με αφορμή τον Μακροπρόθεσμο Προγραμματισμό Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ).
Στόχος του δωδεκαετούς σχεδίου είναι η πολυεπίπεδη ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων μέσω στοχευμένων επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς. Επίσης κύρια διαφορά με τα προηγούμενα χρόνια, εκτός από το γεγονός ότι δεν υπήρχε μακροπρόθεσμος προγραμματισμός, είναι ότι πλέον γίνεται ξεκάθαρο σε όλους τους τόνους ότι ένα νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα πλέον προϋποθέτει την συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε αυτό.
Το νέο πλαίσιο, ενισχυμένο από τον ευρωπαϊκό σχεδιασμό (ReArm Europe) που προβλέπει ευνοϊκότερη δημοσιονομική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών, ανοίγει τον δρόμο για την αξιοποίηση ενός προϋπολογισμού που θα φτάνει τα 28 δισ. ευρώ. Η επιλογή αυτή αποτελεί σαφή στροφή προς ένα πιο λειτουργικό και ευέλικτο και μάλλον πιο ...επιθετικό αμυντικό δόγμα, εστιασμένο στην αποτροπή μέσω τεχνολογικής υπεροχής και διαλειτουργικότητας.
Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης περιλαμβάνει την απόκτηση οπλικών συστημάτων για τις Ένοπλες Δυνάμεις, την προμήθεια συστημάτων Διοίκησης και Ελέγχου, Επικοινωνιών αλλά και Δορυφορικά Συστήματα, και φυσικά συμβάσεις εν συνεχεία υποστήριξης (Follow On Support) των ήδη υφιστάμενων αλλά και των νέων οπλικών συστημάτων. Σε όλα αυτά σύμφωνα με εντολή του υπουργού Ν. Δένδια στην Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων απαραίτητη είναι η συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας σε ποσοστό 25%.
Το νέο δόγμα και ο ρόλος των νέων όπλων
Κομβικό ρόλο σε αυτό το νέο δόγμα φυσικά θα αναλάβουν να παίξουν τα νέα αλλά και τα υπάρχοντα οπλικά συστήματα, τα οποία πλέον μπορεί να έχουν ρόλο αποτροπής αλλά μάλλον με πιο... επιθετικό τρόπο.
Νέες φρεγάτες και αεροσκάφη 4,5ης και 5ης γενιάς απελευθερώνονται από τα στενά όρια της χωρικής υπεράσπισης και αξιοποιούνται πλήρως οι επιχειρησιακές τους δυνατότητες, που περιλαμβάνουν και τα στρατηγικά τους όπλα, αποκτώντας νέο ρόλο.
F-35, Rafale και F-16 Viper που συνδυάζουν διαλειτουργικότητα, χαμηλή ανιχνευσιμότητα από ραντάρ, υψηλές επιδόσεις και αυξημένη ακτίνα δράσης θα συνεπιχειρούν πλέον με τις φρεγάτες FDI Belharra που θα επιχειρούν στο Αιγαίο αλλά και στην πολύ σημαντική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και πέραν αυτής προβάλλοντας την απαραίτητη ισχύ. Τα συγκεκριμένα πλοία μάλιστα ενσωματώνουν καινοτόμες τεχνολογίες διασυνδεδεμένες μέσω ενός δικτυοκεντρικού συστήματος διοίκησης και ελέγχου.
Οι φρεγάτες θα διαθέτουν αντιαεροπορικά συστήματα που θα δημιουργούν μια αποτελεσματική ομπρέλα προστασίας μεγάλης εμβέλειας, καθώς και δυνατότητα βολής πυραύλων τύπου κρούζ (scalp naval), για να πλήττουν στρατηγικούς στόχους σε μεγάλο βάθος.
Τα σύγχρονα αυτά οπλικά συστήματα πλέον θα «κουμπώσουν» και θα διαλειτουργούν κάτω από την «Ασπίδα του Αχιλλέα» που αποτελεί μία προσέγγιση αποτελεσματικής αντιμετώπισης εχθρικών εναέριων, θαλάσσιων και υποθαλάσσιων απειλών με την χρήση τεχνητής νοημοσύνης, μέσα από έναν πολυεπίπεδο θόλο πέντε επιπέδων: αντιαεροπορικής, αντιβαλλιστικής, anti-drone, αντιπλοϊκής και ανθυποβρυχιακής προστασίας.
Αναβαθμισμένος θα είναι και ο ρόλος του πυροβολικού με τα νέα πυραυλικά συστήματα που θα έχει, καθώς θα επιτυγχάνεται η δραστική αύξηση του βεληνεκούς και η δυνατότητα πληγμάτων σε στρατηγικό βάθος, με ακρίβεια. Μάλιστα αυτά θα διαθέτουν και αντιπλοϊκές ικανότητες. Το αυξημένο βεληνεκές θα παρέχει την δυνατότητα επικάλυψης ενίσχυσης και υποστήριξης με πυρά γειτονικών περιοχών. Αυτό σημαίνει την ευχερή δυνατότητα υποστήριξης απομακρυσμένων νήσων, μικρονήσων και βραχονησίδων καθώς και αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ των κυρίων νήσων.
Ιδιαίτερα σημαντικός βέβαια θα είναι και ο ρόλος των F-35 που αναμένεται να προσγειωθούν στην 117 Πτέρυγα Μάχης της Ανδραβίδας στα τέλη της δεκαετίας, βάζοντας την Πολεμική Αεροπορία σε άλλο επίπεδο.
Τέλος το νέο αμυντικό δόγμα θα περιλαμβάνει επιπλέον στοιχεία όπως η ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ), η απόκτηση γεωστατικού στρατιωτικού δορυφόρου, η ενίσχυση του κυβερνοπολέμου και των επιχειρήσεων ηλεκτρονικού φάσματος, καθώς και η ανάπτυξη προηγμένων στολών μάχης.
Όλα τα παραπάνω οπλικά συστήματα θα ενταχθούν σε ένα ενιαίο κέντρο διοίκησης και ελέγχου, όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα παίζει κομβικό ρόλο τόσο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσο και στην άμεση αντίδραση απέναντι σε εντοπισμένες απειλές.