ΓΔ: 1454.98 1.38% Τζίρος: 124.03 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:02 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΟΡΑΣ
Φωτο: Shutterstock

Deutsche Bank: Αναβάθμιση τιμών - στόχων για τράπεζες, top pick η ΕΤΕ

Στο ραντάρ επενδυτών υψηλού επιπέδου εισέρχονται οι ελληνικές τράπεζες μετά και το placement της Εθνικής, αλλά και την αποεπένδυση του ΤΧΣ από Alpha Bank και Eurobank.

Περιθώριο ανόδου έως και 50% σε σύγκριση με τις τρέχουσες τιμές αναμένει για τις ελληνικές τράπεζες η Deutsche Bank, η οποία προχωρά σε αναβάθμιση των τιμών - στόχων, με ταυτόχρονη αναβάθμιση και της σύστασης για την Εθνική Τράπεζα σε «αγορά» από «διακράτηση», την οποία χαρακτηρίζει ως κορυφαία επιλογή της. 

Η αναβάθμιση έρχεται στον απόηχο τόσο των ισχυρών μεγεθών γ' τριμήνου/9μηνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών όσο και στην επιτυχημένη αποεπένδυση του TXΣ, με τη γερμανική τράπεζα να δίνει τις εξής τιμές - στόχου: 

  • Alpha Bank: Νέα τιμή - στόχος στα 2,15 ευρώ (από 2 ευρώ πριν), με σύσταση «αγορά» και περιθώριο ανόδου 45% σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα. 
  • Eurobank: Νέα τιμή - στόχος στα 2,40 ευρώ (από 2,05 ευρώ πριν), με σύσταση «αγορά» και περιθώριο ανόδου 50% σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα. 
  • Εθνική Τράπεζα: Νέα τιμή - στόχος στα 8,30 ευρώ (από 7,10 ευρώ πριν), με σύσταση «αγορά» (από «διακράτηση») και περιθώριο ανόδου 44% σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα. 
  • Τράπεζα Πειραιώς: Νέα τιμή - στόχος στα 3,95 ευρώ (από 3,30 ευρώ πριν), με σύσταση «διακράτηση» και περιθώριο ανόδου 29% σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα. 

Οι εκτιμήσεις της Deutsche Bank για τις ελληνικές τράπεζες

 

Όπως σημειώνεται στην έκθεση οι ισχυρές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών σε ετήσια βάση αντανακλούν την ταχεία αλλαγή του κλίματος των επενδυτών μετά από ισχυρά κέρδη και ισχυρή συσσώρευση κεφαλαίου. Ωστόσο, οι μετοχές έχουν υποχωρήσει το τελευταίο διάστημα, λόγω κάποιας απομάκρυνσης κερδών και κυρίως λόγω των ανησυχιών για την αποεπένδυση του ΤΧΣ.

Ωστόσο, οι πρόσφατες κινήσεις (ιδίως το placement της ΕΤΕ) θα πρέπει να έχουν διαλύσει τις περισσότερες ανησυχίες. Και συνολικά, οι τράπεζες εξακολουθούν να προσφέρουν ελκυστικούς πολλαπλασιαστές, με P/E 2024E τώρα στην περιοχή του περίπου,5x και P/TBV στο 0,5-0,8x για RoTEs 10-15% (οπτικά χαμηλά σε ισχυρά πλεονάζοντα κεφάλαια σε ορισμένες περιπτώσεις, που πιθανώς επιτρέπουν την επανάληψη της διανομής μερισμάτων το 2024), που πιθανώς επαναφέρουν τις ελληνικές τράπεζες στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. 

Συνολικά, αναμένεται ότι οι σταθερές επιδόσεις θα συνεχιστούν, με τα έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) να είναι πιθανό να κορυφωθούν το 4ο τρίμηνο του 2023 ή το 1ο τρίμηνο του 2024 λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, ενώ στη συνέχεια θα είναι ανθεκτικό χάρη στην αύξηση των χορηγήσεων. Επιπλέον, το κόστος θα παραμείνει υπό έλεγχο, με δείκτες αποδοτικότητας υψηλούς, ενώ οι προβλέψεις θα συνεχίσουν να μειώνονται σταδιακά λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού, οδηγώντας σε αποδόσεις που θα είναι αρκετά σύμφωνες με εκείνες των παρόμοιων  τραπεζών στην Ευρώπη, παρά τα επίπεδα CET1 που αναμένεται να φθάσουν το 15-18% έως το 2024.

Ενώ οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν ισχυρές επιδόσεις στα κέρδη τους το τελευταίο διάστημα, σε συνδυασμό με σημαντική ενίσχυση των ισολογισμών τους, οι επιδόσεις των μετοχών τους είναι πολύ πιο υποτονικές από το καλοκαίρι. Οι λόγοι γι' αυτό μπορεί να είναι δύο:

  • η ήδη ισχυρή απόδοση από την αρχή του ετους, η οποία μας είχε ήδη ωθήσει να υποβαθμίσουμε την ΕΤΕ και την Πειραιώς σε «διακράτηση» στα τέλη Ιουνίου και
  • το γεγονός ότι οι όγκοι συναλλαγών έχουν συρρικνωθεί σημαντικά, πιθανώς εν αναμονή των κινήσεων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) να τοποθετήσει μέρος των μετοχών τους, ιδίως το 40% στην ΕΤΕ.

Εκτιμάται ότι ο συνδυασμός των ισχυρών παραδόσεων και του τέλους των ανησυχιών μετά την αποεπένδυση στην Eurobank και την Alpha (που πωλήθηκε στην UniCredit), σε συνδυασμό με την πρόσφατη τοποθέτηση του 22% της ΕΤΕ, έχουν ήδη διαλυθεί. Οι επενδυτές φαίνεται να είναι περισσότερο από πρόθυμοι να απορροφήσουν τα νέα χαρτιά στην αγορά. Και συνολικά, η υψηλή ζήτηση για το placment της ΕΤΕ (8x) δείχνει πόσες πιθανές επενδύσεις σε ελληνικές τράπεζες είχαν καθυστερήσει τους τελευταίους μήνες. Επιπλέον, το αποτέλεσμα από αυτή την τοποθέτηση θα πρέπει να είναι θετικό, όχι μόνο για τις μετοχές της ΕΤΕ, αλλά και γενικότερα, καθώς όχι μόνο έχει μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος υπερκάλυψης, αλλά θα πρέπει να δοθεί ώθηση στη ρευστότητα της αγοράς, οδηγώντας σε αύξηση του όγκου συναλλαγών.

Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να προσελκύσουν σταδιακά μεγαλύτερους επενδυτές (ιδίως long-only), ασκώντας ενδεχομένως κάποια θετική πίεση στις τιμές των μετοχών.

Συνολικά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι αριθμοί του 3ου τριμήνου του 2023 συνέχισαν να δείχνουν μια ισχυρή ανάκαμψη της κερδοφορίας, κυρίως λόγω του NII, αλλά συνοδευόμενοι από σταθερό έλεγχο των εξόδων και των προβλέψεων. Από αυτή την άποψη, η ποιότητα του ενεργητικού έχει ομαλοποιηθεί και δεν είναι πλέον πολύ χειρότερη από εκείνη πολλών τραπεζών της Νότιας Ευρώπης, αν και το CoR θα παραμείνει όχι μακριά από τα τρέχοντα επίπεδα, με σταδιακή μόνο ανάκαμψη στο μέλλον. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη κάποια εξομάλυνση του NII το 2024-25 ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, οι αποδόσεις θα πρέπει να παραμείνουν εντυπωσιακά υψηλότερες από τις προσδοκίες που υπήρχαν πριν από λίγο καιρό, με όλες τις τράπεζες να εμφανίζουν RoTE πολύ πάνω από διψήφιο ποσοστό, ιδίως με την ΕΤΕ και τη Eurobank να βρίσκονται άνετα σε επίπεδα περίπου 15%, παρά το γεγονός ότι οδεύουν προς επίπεδα CET1 κοντά στο 17-18%.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΓΟΡΕΣ

Περιθώριο ανόδου άνω του 30% για την Τρ. Πειραιώς «βλέπει» η Deutsche Bank

Στα 3 ευρώ αναβαθμίζει την τιμή - στόχο για τη μετοχή η γερμανική τράπεζα, με σύσταση «αγορά», εκτιμώντας ότι η Τρ. Πειραιώς βρίσκεται στον σωστό δρόμο για ακόμη καλύτερη πορεία τα επόμενα έτη.
ΑΓΟΡΕΣ

Αναβάθμιση των τιμών - στόχων για τις τράπεζες από την Deutsche Bank

Κορυφαία επιλογή παραμένει η Εθνική Τράπεζα, με σύσταση «αγορά» και για τους τέσσερις συστημικούς ομίλους και την Deutsche Bank να τονίζει ότι παρά την υπεραπόδοσή τους παραμένουν «εκτός ραντάρ» αρκετών επενδυτών.