Για... ανάκριση από τους αναλυτές των διεθνών επενδυτικών οίκων, σχετικά με τη σύνθεση των εσόδων τους και, ιδιαίτερα, για τα έσοδα από προμήθειες ετοιμάζονται οι τραπεζικές διοικήσεις, ενόψει της παρουσίασης των οικονομικών αποτελεσμάτων και των αναθεωρημένων επιχειρησιακών σχεδίων, στα τέλη αυτού του μήνα.
Το μεγάλο ερώτημα που αναμένεται να τεθεί είναι πώς οι ελληνικές τράπεζες, που ήταν κατ' εξοχήν κερδισμένες από τις μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ (το βασικό επιτόκιο έφθασε ως το 4% τον Σεπτέμβριο του 2023), θα διατηρήσουν υψηλή κερδοφορία σε περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων (ήδη το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων μειώθηκε στο 2,75% και αναμένεται να κινηθεί προς το 2% φέτος), βρίσκοντας στήριξη της κερδοφορίας τους από τα έσοδα προμηθειών, που είναι πολύ χαμηλά σε σχέση τα άλλα τραπεζικά συστήματα της ευρωζώνης.
Μάλιστα, οι τράπεζες θα πρέπει να αντιπαρέλθουν την κακή εκκίνηση του 2025, σε ό,τι αφορά τις προμήθειες από βασικές συναλλαγές, που μειώθηκαν με παρέμβαση της κυβέρνησης, το ετήσιο κόστος της οποίας εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 140 εκατ. ευρώ. Ένα ποσό που είναι μεν σχετικά μικρό, μπροστά στα 2 δισ. ευρώ εσόδων από προμήθειες που εκτιμάται ότι θα εμφανίσουν για το 2024 οι τράπεζες, αλλά δεν είναι αμελητέο.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν στηρίξει την υψηλή κερδοφορία των τελευταίων ετών στα υψηλά επιτοκιακά έσοδα, διατηρώντας ένα από τα μεγαλύτερα περιθώρια επιτοκίου στην ευρωζώνη και έχοντας δανειακά χαρτοφυλάκια που αποτελούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, που αναπροσαρμόζονται άμεσα στις μεταβολές των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ και του Euribor.
Όμως, στις προμήθειες δεν έχουν καταφέρει να φθάσουν στα επίπεδα των άλλων τραπεζικών συστημάτων της ευρωζώνης, παρότι εφάρμοζαν «ενοχλητικές», όπως είχε πει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, προμήθειες σε καθημερινές τραπεζικές συναλλαγές.
Αυτό συνέβαινε ως τώρα, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από προμήθειες οι τράπεζες το λάμβαναν από χρεώσεις σε καθημερινές συναλλαγές, ενώ υστερούσαν στην άντληση προμηθειών και αμοιβών από συναλλαγές μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας, όπως από τη διαχείριση κεφαλαίων και περιουσίας, το bankassurance κ.α.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αντιστοιχούν στην Ελλάδα σε ποσοστό περίπου 16% των συνολικών εσόδων, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος 107 συστημικών τραπεζών στην ευρωζώνη ξεπερνά το 28%. Στην Ιταλία τα έσοδα προμηθειών αντιστοιχούν στο 31% των συνολικών εσόδων, στην Ισπανία στο 23% και στη Γερμανία στο 30%.
Η υστέρηση αυτή δεν αποτελεί πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος με στενή έννοια, αλλά αντανακλά τη γενικότερη υστέρηση της ελληνικής οικονομίας, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανάπτυξη ποιοτικών τραπεζικών εργασιών, όπως είναι η διαχείριση κεφαλαίων και περιουσίας. Αυτό εξηγεί, βεβαίως, και την επιμονή των τραπεζικών διοικήσεων σε προμήθειες από καθημερινές συναλλαγές ρουτίνας.
Ο σχεδιασμός για το 2025
Στα ερωτήματα των αναλυτών για τα έσοδα προμηθειών του 2025, οι τραπεζικές διοικήσεις αναμένεται να εκφράσουν την αισιοδοξία τους ότι θα μπορέσουν να καλύψουν τις μειώσεις που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση και να μεγαλώσουν την πίτα των προμηθειών, χωρίς πλέον αυτό να εξαρτάται από χρεώσεις σε συναλλαγές ρουτίνας.
Οι τράπεζες έχουν αρκετά ατού για την αύξηση των προμηθειών:
- Για το 2025 θέτουν φιλόδοξους στόχους για την αύξηση των ενήμερων δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους, με επανάληψη ουσιαστικά των πολύ καλών επιδόσεων του 2024, δηλαδή με την αύξηση των δανείων κατά 10 δισ. ευρώ, ή και περισσότερο. Οι αυξημένες χορηγήσεις δανείων δεν θα αποτελέσουν μόνο «αντίδοτο» στη μείωση των επιτοκίων, αλλά συνεπάγονται και σημαντικές προμήθειες που συνδέονται με τα νέα δάνεια.
- Η διαχείριση κεφαλαίων δίνει νέα δυναμική στα έσοδα προμηθειών των τραπεζικών ομίλων, καθώς έστρεψαν τους αποταμιευτές από τις καταθέσεις ταμιευτηρίου στα αμοιβαία κεφάλαια ειδικού τύπου (τακτής λήξης) από τα οποία αντλούν προμήθειες. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το ενεργητικό των Α/Κ καταγράφει αξιοσημείωτη αύξηση την τελευταία διετία: υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με το τέλος του 2022. Η αύξηση του ενεργητικού των Α/Κ αφορά ειδικά τα νέα αμοιβαία κεφάλαια με καθορισμένη διάρκεια, τα οποία διέθεσαν οι τράπεζες σε αποταμιευτές που αναζητούσαν καλύτερες αποδόσεις από τις καταθέσεις ταμιευτηρίου.
- Το bancassurance, δηλαδή η διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων από τα τραπεζικά δίκτυα, αποκτά νέα δυναμική, καθώς αναπτύσσονται γρήγορα αρκετές επιμέρους αγορές ασφαλιστικών προϊόντων (υγείας, κινδύνων από φυσικές καταστροφές επιχειρήσεων και κατοικιών κ.α.). Η Πειραιώς έκανε την πρώτη μεγάλη κίνηση για την απόκτηση ασφαλιστικής εταιρείας, της Εθνικής Ασφαλιστικής, και για τον μετασχηματισμό της σε Financial Conglomerate - Fico, σύμφωνα με τον σχετικό εποπτικό ορισμό, προκειμένου να αντλήσει μεγαλύτερα έσοδα προμηθειών από τον ασφαλιστικό τομέα. Οι διοικήσεις των άλλων τραπεζών, ακόμη και αν δεν προχωρήσουν σε ανάλογες εξαγορές, εστιάζουν επίσης στην άντληση μεγαλύτερων εσόδων από το bancassurance.
- Στο wealth management, οι τράπεζες επιχειρούν να βρουν νέο βηματισμό για την αύξηση των προμηθειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον προσπαθούν να αναπτύξουν τις δραστηριότητες private banking με ανοίγματα σε πελάτες «μεσαίας» εμβέλειας, μια προσπάθεια που φαίνεται ότι αρχίζει να αποδίδει κάποια αποτελέσματα.