Τη μεταμόρφωση των ελληνικών συστημικών τραπεζών που συντελέσθηκε μεταξύ 2019 και 2024 αποκαλύπτουν τα στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα καθαρά κέρδη έχουν αυξηθεί κατά 16 φορές ανάμεσα στις δύο αυτές οικονομικές χρήσεις, ενώ το σχέδιο «Ηρακλής» έχει αφαιρέσει ένα βάρος «κόκκινων» δανείων ύψους 60 δισ. ευρώ από τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Η σύγκριση των εποπτικών στοιχείων αποκαλύπτει με τη γλώσσα των αριθμών πώς οι τράπεζες αντέστρεψαν την καταστροφική πορεία που είχαν χαράξει στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Μια αντιστροφή που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην παρέμβαση του κράτους, με τις εγγυήσεις του σχεδίου «Ηρακλής» για τις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ύψος των οποίων σήμερα ξεπερνά τα 17 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΔΔΗΧ για το 2024.
Ειδικότερα,
- Τα καθαρά κέρδη δίνουν εικόνα... μέρας με νύχτα στη σύγκριση των δύο αυτών χρήσεων, καθώς το 2019 οι τράπεζες εξακολουθούσαν να βαρύνονται με τεράστιου ύψους μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που «δηλητηρίαζαν» την κερδοφορία τους. Το 2019 είχαν καθαρά κέρδη μόλις 277 εκατ. ευρώ, ενώ το 2024 είχαν εκτιναχθεί στα 4.369 εκατ. ευρώ.
- Αντίστοιχα, η απόδοση κεφαλαίου εμφανίζεται αυξημένη από το μηδέν (0,98%, για την ακρίβεια) στο 12,94%, ένα ποσοστό που κατατάσσει τις ελληνικές τράπεζες ανάμεσα στις συστημικές τράπεζες της ευρωζώνης με υψηλή (διψήφια) αποδοτικότητα κεφαλαίου.
- Οι τράπεζες έγιναν πολύ πιο αποδοτικές στη λειτουργία τους, με μεγάλες περικοπές κόστους, που αποδίδονται στο κλείσιμο καταστημάτων με μείωση προσωπικού και στο πέρασμα των λειτουργιών τους στην ψηφιακή εποχή, με ταχύτερους ρυθμούς μετά την πανδημία. Ο δείκτης κόστους προς έσοδα μειώθηκε το 2024 στο 35,16%, που είναι το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη, ενώ το 2019 ήταν 48,86%.
- Ο βασικός δείκτης επάρκειας κεφαλαίου CET1 έμεινε σταθερός γύρω στο 16%, αλλά πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι αυτή την περίοδο οι τράπεζες απορρόφησαν πολύ μεγάλες ζημιές που προήλθαν από την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους με τις τιτλοποιήσεις. Το 16% που καταγράφηκε το 2024 για τον δείκτη CET1 τοποθετεί τις ελληνικές τράπεζες πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και πάνω από τους αντίστοιχους δείκτες των τραπεζικών συστημάτων της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Ισπανίας.
- Η πραγματική... επανάσταση, όμως, έχει γίνει στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Το ύψους τους σε απόλυτο ποσό «γκρεμίστηκε» από τα 70,46 δισ. ευρώ το 2019 στα 10,09 δισ. ευρώ το 2024. Έτσι, ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε από το «τοξικό» επίπεδο του 35% στο 3,35%, που είναι πλέον συγκρίσιμο με τον μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης (2,28%).
Η μεταμόρφωση των τραπεζών σε αριθμούς
2020 | 2024 | |
Καθαρά κέρδη | 277 εκ. ευρώ | 4.369 εκ. ευρώ |
Απόδοση κεφαλαίου | 0,98% | 12,94% |
Κόστος/Έσοδα | 48,86% | 35,16% |
CET1 | 16,36% | 16% |
ΜΕΔ | 70,46 δισ. | 10,09 δισ. |
Δείκτης ΜΕΔ | 35,15% | 3,35% |
Αυτά τα στοιχεία εξηγούν την αυξημένη ελκυστικότητα που έχουν πλέον οι τραπεζικές μετοχές για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια, αλλά και το γεγονός ότι πλέον οι τράπεζες δεν αποτελούν «βαρίδι» για την πιστοληπτική αξιολόγηση από τους οίκους, όπως φάνηκε και από την τελευταία ανακοίνωση του οίκου Moody's, με την οποία επανέφερε τα ελληνικά ομόλογα στην επενδυτική κατηγορία, τονίζοντας ότι σε αυτή την απόφαση συνέβαλε η θετική οικονομική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών.
Οι βασικοί δείκτες αποδοτικότητας των τραπεζών της ευρωζώνης

Οι δείκτες επάρκειας κεφαλαίου CET1

Τα καθαρά περιθώρια επιτοκίου
